ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΓΙΑ ΜΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΥΑΛΑ
Ότι θα βλέπαμε σ’ αυτό το μάταιο κόσμο κεφαλαιοκράτες μπολσεβίκους, δεν μπορούσαμε ούτε να το υποψιαστούμε. Να όμως που συνέβη. Μ’ αυτήν ακριβώς την επιχειρηματολογία απέρριψαν κάποιοι στο αμερικάνικο κογκρέσο την πρόταση για στοργικό αγκάλιασμα των υπό πτώχευση τραπεζών από το κράτος. «Δεν θα γίνουν οι τραπεζίτες μας μπολσεβίκοι!» Σε δεύτερη βέβαια σκέψη, προσμετρήθηκαν τα θετικά και η ρετσινιά του μπολσεβίκου πήγε σε δεύτερη μοίρα.
Έτσι, «ο σοσιαλισμός των πλουσίων», όπως λένε και κάποιοι άλλοι, είναι πια γεγονός, δεν αποτελεί ουτοπία, όπως ο σοσιαλισμός των φτωχών και αναπτερώνει τις ελπίδες ημών των μελωδούντων. Το στοργικό αγκάλιασμα της κρατικής παρέμβασης, που απεμπολούσαν μετά βδελυγμίας, ως αναστολέα του ελεύθερου ανταγωνισμού, αναγορεύτηκε στη συνέχεια – επιλεκτικά βέβαια – σε πανάκεια. Και ενώ οι κρατικοί προϋπολογισμοί κόβονται φέτες για να ταΐσουν εγχώριους και διεθνείς τυχοδιώκτες, την ίδια στιγμή συνεχίζουν να ξεπουλιούνται επιχειρήσεις δημόσιου συμφέροντος, όπως η Ολυμπιακή.
Ας δούμε όμως αυτό το μιράκολο λίγο πιο αναλυτικά.
Όσο το κεφάλαιο έπλεε ανενόχλητο στην πλατιά θάλασσα της κερδοσκοπίας, σωρεύοντας αμύθητα πλούτη που φούσκωναν τις σομόν επιφυλλίδες και ακόμη περισσότερο τις προνομιούχες τσέπες, δεν ακουγόταν πουθενά η λέξη κρίση. Όσο οι εργαζόμενοι στενάζαμε κάτω από το βάρος της πιο άγριας εκμετάλλευσης στη σύγχρονη ιστορία του ανθρώπου, τίποτα δεν συνιστούσε κρίση. Όσο τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων τιναζόντουσαν στον αέρα μέσα σε μια μέρα, αυτό δεν αποτελούσε κρίση.
Τι συνιστά λοιπόν σήμερα κρίση που αγγίζει τα όρια του κραχ της δεκαετίας του ’30;
Οι χρηματιστηριακές φούσκες, μετοχές δηλαδή με αφύσικα ψηλές τιμές, που δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικές αξίες, είναι η πρώτη κοινή ένδειξη, και πάντως όχι σημερινή υπόθεση. Από το 17ο αιώνα η οικονομία της φούσκας έχει οδηγήσει στη χρεοκοπία, όχι μόνο νοικοκυριά, αλλά ολόκληρες χώρες. Είναι η οικονομία που, στην κυριολεξία, πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Η ευημερούσα Ολλανδία τσακίστηκε πάνω στα πέταλα του «Αιώνιου Αύγουστου», της μαύρης τουλίπας, που ένας της βολβός κόστιζε όσο ένα σπίτι στο Άμστερνταμ. Το Φλεβάρη του 1647 το χρηματιστήριο της τουλίπας κατέρρευσε. Μπουμ! Και το κακόμοιρο σπάνιο λουλούδι έγινε σύμβολο της κερδοσκοπίας και του τυχοδιωκτισμού.
Για δέκα ολόκληρα χρόνια πριν ξημερώσει η ‘μαύρη Δευτέρα’ τον Οκτώβρη του ΄29 στη Wall Sτreet, οι μετοχές ακολουθούσαν ραγδαίες αυξήσεις. Η καταπονημένη από τον πόλεμο Ευρώπη, όλο αυτό το χρονικό διάστημα έκανε μαζικές εισαγωγές αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων από την Αμερική, χωρίς να συνυπολογίσει κανείς της εισαγωγές πολεμικού υλικού. Όταν τα εργατικά χέρια στην Ευρώπη άφησαν τα όπλα και επέστρεψαν της μηχανές και τα χωράφια, η παραγωγή εξομαλύνθηκε, οι εισαγωγές μειώθηκαν, το αμερικάνικο προϊόν έμεινε αδιάθετο. Οι αμερικάνικες επιχειρήσεις που είχαν δανειστεί από της τράπεζες, για διεύρυνση των δραστηριοτήτων τους, αδυνατούσαν να αποπληρώσουν, έκλεισαν, οι τράπεζες έμειναν χωρίς ρευστό και χρεοκόπησαν, οι μετοχές κατρακύλησαν στον πάτο, το εργατικό δυναμικό οδηγήθηκε στην απόλυση, την ανεργία, την ανέχεια.
Κραχ!
Τα σύννεφα της κρίσης του ΄30 εξαπλώθηκαν και στην Ευρώπη και βασική πολιτική συνέπεια, η άνοδος του ναζισμού, με ό,τι συνεπαγόταν.
Για να ξεπεραστεί η κρίση, που εγκυμονούσε – μετά το τέλος του 2ου παγκόσμιου και τη συντριβή του φασισμού – κοινωνικές αναταράξεις, απρόβλεπτες μάλιστα, κάτω από την επιρροή της νεαρής τότε και ελκυστικής Σοβιετικής Ένωσης, υιοθετήθηκε, πρώτα στην Αμερική και στη συνέχεια στην Ευρώπη ο Κεϋνσιανισμός (J.M. Keynes). Το μοντέλο που έδινε βαρύτητα, όχι μόνο στην προσφορά, αλλά και στη δυνατότητα ζήτησης. Η παρέμβαση του κράτους στοχεύει τώρα στη διασφάλιση αξιοπρεπούς σχετικά εισοδήματος διαβίωσης για τους εργαζόμενους, μαζί με την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική μέριμνα της βασικούς τομείς υγείας, παιδείας, ασφάλισης κλπ. Ήταν, ο οξύμωρος «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» που όχι μόνο δεν προκάλεσε ζημιές στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, αλλά αντίθετα αβγάτισε τα κέρδη τους, ανεβάζοντας την παραγωγικότητα. Οι βαριά εργαζόμενοι ονομάστηκαν τότε ψευδεπίγραφα εταίροι, συναρτώντας την καταναλωτική τους ευμάρεια με την προκοπή της επιχείρησης.
Το μοντέλο αυτό άντεξε μέχρι τη δεκαετία του ΄80, οπότε και διαπιστώθηκε ότι όλα τα παραπάνω – συλλογικές συμβάσεις, κοινωνική πρόνοια, έλεγχος των τιμών κλπ – για την άπληστη διεθνή τάξη των κερδοσκόπων και τυχοδιωκτών, αποτελούσαν διαφυγόντα κέρδη. Εγκαινιάζεται έτσι ο άκρατος φιλελευθερισμός. Ο κρατικός παρεμβατισμός κατηγορείται για στασιμότητα της αγοράς και ενοχοποιείται για της πληθωριστικές τάσεις, παράγεται για ευρεία κατανάλωση το παραμύθι της απόλυτα ελεύθερης, αυτορρυθμιζόμενης αγοράς και παίζεται με επαναλήψεις για εμπέδωση.
Τα κόκαλα του Άνταμ Σμιθ χορεύουν χαρούμενα στον τάφο τους.
Ο φιλελευθερισμός επανέρχεται και στο πρόσωπο του Μίλτος Φρίντμαν βρίσκει τη νέα του έκφραση.
Ο αλήστου μνήμης οικονομικός σύμβουλος του Πινοσέτ και της Χιλιανής χούντας, προτείνει τα νέα εργαλεία της απόλυτης και χωρίς φραγμούς εκμετάλλευσης που εγκαινιάστηκαν τη δεκαετία του ΄80 στην Αμερική του Ρήγκαν και τη Θατσερική Βρετανία και στη συνέχεια υιοθετήθηκαν διεθνώς.
Χιλιάδες εργάτες απολύονται με το ξεκίνημα της θητείας του Ρήγκαν, ενώ η Θάτσερ εγκαινιάζει το νέο μοντέλο με μια επίδειξη πυγμής απέναντι της απεργούς ανθρακωρύχους.
Το μοντέλο Φρίντμαν – ή αλλιώς πια νεοφιλελευθερισμός – σέρνει στην απόλυτη δυστυχία εκατοντάδες χιλιάδες Μεξικάνους όταν οι μισθοί μειώθηκαν κατά 40-50%, το κόστος ζωής αυξήθηκε κατά 80%, πάνω από 20.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις χρεοκόπησαν και 1.000 κρατικές επιχειρήσεις ιδιωτικοποιήθηκαν. Το φαινόμενο «τεκίλα» εξαπλώνεται από το Μεξικό στην Αργεντινή, όπου το 57% των Αργεντινών ζει στην απόλυτη φτώχεια και η επίσημη ανεργία φτάνει στο 30%.
Και από κει σ΄ολόκληρο τον κόσμο.
Βασικές αρχές του νεοφιλελεύθερου μοντέλου Φρίντμαν:
1) Διάλυση των εργασιακών σχέσεων και των συνδικάτων.
Η αρχή αυτή θεμελίωσε την ελαστική εργασία, την απεμπόληση του σταθερού ωραρίου, τη δραματική μείωση στην τιμή της εργατικής δύναμης, την ανατροπή της κοινωνικής ασφάλισης – με ένα λόγο μετέτρεψε τον εργαζόμενο σε απασχολήσιμο – ενώ με μεθοδευμένες κινήσεις εμπέδωσε την αφερεγγυότητα των συνδικάτων, οδηγώντας σε δραματική αποσυλλογικοποίηση και επιπρόσθετη, αναπόφευκτα, επιδείνωση των εργασιακών όρων.
2) Σαρωτική διεύρυνση των ιδιωτικοποίησεων.
Επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, νοσοκομεία, λιμάνια, αυτοκινητόδρομοι, διόδια, τηλεπικοινωνίες, κλπ βγήκαν στο μεγάλο παζάρι για ένα κομμάτι ψωμί. Τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα εξαναγκάζονται να αναζητήσουν σε ατομικό επίπεδο λύσεις για την υγειονομική τους περίθαλψη και την εκπαίδευση .
Οι επιμέρους κρίσεις που προκάλεσε παγκόσμια αυτό το μοντέλο του ανεξέλεγκτου αγοραίου κυνισμού επενδύθηκαν με διάφορα προσχήματα.
Η βιομηχανική παραγωγή και ο χρηματιστηριακός πολλαπλασιασμός των κεφαλαίων διογκώνονται απέναντι στη γεωργική παραγωγή και ακολουθεί η επισιτιστική κρίση, για την οποία ενοχοποιήθηκαν τα βιοκαύσιμα, ενώ για την πετρελαϊκή κρίση κατηγορήθηκαν διάφοροι, από τους φονταμενταλιστές ως τους βενζινοπώλες.
Είναι η χρονική στιγμή που η σταδιακή εξαθλίωση, που προέβλεπε ο Μαρξ για την εργατική τάξη στον καπιταλισμό, καραδοκεί. Για να υπάρξει όμως μια σχετικά «ομαλή» μετάβαση από την κοινωνία της ικανοποιητικής κατανάλωσης, σ΄ αυτή της απόλυτης ανέχειας, μεσολαβεί η περίοδος της «δανεικής ευημερίας».
Το πλαστικό χρήμα, τα καταναλωτικά δάνεια, οι ενυπόθηκες κατοικίες συντηρούν για λίγο ακόμα τα όνειρα του μικροϊδιοκτήτη, έως ότου παγιωθεί η μαύρη αγριότητα της απόλυτης ανέχειας και της άνευ όρων εκμετάλλευσης.
Στα χρηματοκιβώτια των τραπεζών, για κάμποσο χρονικό διάστημα, αβγατίζει το χρήμα από τους τοκισμούς, υπερτοκισμούς, ενώ αυξάνεται από τις πρώτες κατασχέσεις μια ακίνητη περιουσία που ακόμη διατηρεί την αξία της.
Το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας στρέφεται στην οικοδομή, με υψηλά μάλιστα κέρδη, αν συνυπολογίσει κανείς και την απομύζηση εξαιρετικής υπεραξίας από τους μετανάστες εργάτες, που δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί και δίχως ασφάλεια. Το δάνειο, σύμφωνα με τον επικρατούντα νεολογισμό, ονομάζεται τώρα «προϊόν», υποκαθιστώντας έτσι και εννοιολογικά, την παραγωγική διαδικασία.
Όμως, μαζί με το χρήμα αβγατίζει και η απληστία των τραπεζών, τα «προϊόντα» χορηγούνται χωρίς κανένα εχέγγυο και όταν φτάνει η στιγμή που η ανεργία, η φτώχεια, η έλλειψη κρατικής μέριμνας οδηγούν στην αδυναμία αποπληρωμής, τα χρηματοκιβώτια αδειάζουν. Τα πακέτα κατοικίας μετοχοποιούνται – σε φούσκες – συμπαρασύροντας στην καταστροφή τυχοδιώκτες μικροκαταθέτες ή γίνονται δομημένα ομόλογα προς δόξαν των ασφαλιστικών ταμείων, η οικοδομική δραστηριότητα εκπίπτει δραματικά, η ανεργία φουντώνει, η υπόλοιπη παραγωγική δραστηριότητα δε βρίσκει αντίκρισμα σε κατανάλωση, οι μικρομεσαίοι τσακίζονται, επιχειρήσεις χρεοκοπούν, τράπεζες βρίσκονται στα πρόθυρα της πτώχευσης, οι λίγοι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι πολλοί φτωχοί, περισσότεροι και φτωχότεροι, αφού εκτός από την εργατιά, τώρα προλεταριοποιείται και ένα μεγάλο κομμάτι της μικροαστικής τάξης.
Κραχ!
Στο σημείο αυτό επανερχόμαστε στον πρόλογο. Το σύστημα έπαθε ακράτεια. Η αυτορρυθμιζόμενη αγορά ξεκουρδίστηκε και δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί. Οι κυβερνήσεις - υπάλληλοι των πιστωτικών ιδρυμάτων - υιοθετούν συνολικά το σχέδιο Πόλσον, για το στοργικό αγκάλιασμα των αναξιοπαθούντων τραπεζιτών από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Έτσι, αυτούς που πληρώσαμε με την υποτιμολόγηση της εργατικής μας δύναμης, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και της κοινωνικής ασφάλισης, την ανεργία, τη βαριά και οπωσδήποτε άνιση φορολόγηση, την καλπάζουσα ακρίβεια, την υπερτοκισμένη, υποθηκευμένη κατοικία και το κατασχεμένο αυτοκίνητο, τώρα θα τους ξαναπληρώσουμε αδρά μέσα από το κομμάτιασμα του κρατικού προϋπολογισμού, που θα αφήσει στα αζήτητα την υγεία, την παιδεία κλπ για να «ανακουφίσει» τα ληστρικά ευαγή πιστωτικά ιδρύματα. Θριαμβεύει ο σοσιαλισμός των πλουσίων, με κοινωνικοποίηση των ζημιών και ιδιωτικοποίηση των κερδών.
Ακολουθούν οι πολιτικές συνέπειες αυτής της κρίσης. Η λαϊκή αγανάχτηση είναι δεδομένη και δεν μπορούν να την αποτρέψουν οι διαβεβαιώσεις των παχουλών της Μαξίμου για θωράκιση της ελληνικής οικονομίας και του ελληνικού νοικοκυριού και μπλα–μπλα–μπλα, δημοκρατία και μπλα–μπλα–μπλα με εκλέξανε ( καθώς έλεγε και ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια).
Το ζήτημα είναι αν αυτή η λαϊκή αγανάχτηση θα πάρει χαρακτηριστικά οργανωμένης πάλης για την ανατροπή της αλητείας και τη διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αν αυτό δεν γίνει, καραδοκεί ο κίνδυνος της ακροδεξιάς στροφής που από πείρα ξέρει πώς να εγκολπώνεται «τους εξανδραποδισμένους».
Ένα από τα σίγουρα θύματα αυτής της υπόθεσης θα είναι πάντως και η Δημόσια (;), Δωρεάν (;;) Εκπαίδευση (!). Ήδη στο φετινό προϋπολογισμό παγώνουν οι δαπάνες για Παιδεία και Υγεία, ενώ προβλέπεται 1 δις λιγότερο για έργα.
Ούτε καν μέσα από τα κατάπτυστα ΣΔΙΤ υπάρχει περίπτωση να δούμε μια νέα σχολική αίθουσα, αφού οι φερέλπιδες των συμπράξεων ποντάριζαν στη χορήγηση δανείων, τα οποία μας τελείωσαν.
Σ΄αυτή τη φάση και γι αυτούς ακριβώς τους λόγους, η σεναριολογία για την αποκέντρωση-απονέκρωση επανέρχεται δριμύτερη, παίρνοντας όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά της βάσιμης πιθανότητας, που θα μετακυλύει την υποχρέωση του κράτους για εκπαίδευση, στους προεστούς και στο φορομπηχτισμό τους. Οι μικρομέγαλοι της τοπικής αυτοδιοίκησης περιμένουν στη γωνία να αυξήσουν τις μετοχές τους, που θα είναι, χωρίς καμιά αμφιβολία, φούσκες.
Οι αρχές του χρεοκοπημένου νεοφιλελευθερισμού για την παιδεία, παραμένουν στα πλάνα των θιασωτών του:
1. Η παροχή της εκπαίδευσης θα πρέπει να λειτουργεί με βάση την ανταποδοτικότητα και με θετικούς ισολογισμούς
2. Τα πανεπιστήμια, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης θα πρέπει να γίνουν ανταγωνιστικά και να συνδεθούν με επιχειρήσεις για την εξεύρεση πόρων
3. Η εκπαίδευση είναι ένα οποιοδήποτε προϊόν με ανταλλακτική αξία
4. Η εκπαίδευση δεν αποτελεί Δημόσιο Αγαθό
5. Ο έλεγχος της απόδοσης να γίνεται με τυποποιημένους μηχανισμούς και με μετρήσιμες ποσότητες
6. Η εκπαίδευση να προσανατολίζεται σε δεξιότητες που υπαγορεύονται από την αγορά και τις επιχειρήσεις
7. Το σύστημα να πριμοδοτεί και να επιβραβεύει τους νικητές και να αφήνει πίσω τους χαμένους και τους ‘απροσάρμοστους’.
Οι τελευταίες δηλώσεις του Στυλιανίδη για τα «έξυπνα σχολεία» που θα κατηγοριοποιούν με τεστ αυτογνωσίας (!!) αυτούς «που μπορούν, από αυτούς που δεν μπορούν να σπουδάσουν», είναι μέρος του πλάνου τους.
Σε μας απομένει να κάνουμε αυτή την κρίση αποκλειστικά δική τους υπόθεση, τα πλάνα τους, κουρελόχαρτα και να πραγματοποιήσουμε αυτό που σχηματικά είπε ο Γκαλμπρέιθ, λίγο πριν πεθάνει, στο ετήσιο μνημόσυνο του Φρίντμαν, «δεν ήρθα για να τον μνημονέψω, αλλά για να τον θάψω».
Νίνα Γεωργιάδου, Κάλυμνος, 10-10-08
πηγή : αλφαβήτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου