Η Κρίση του Καπιταλισμού και η Κοινωνία σε νέο σταυροδρόμι
Γ. Λιοδάκης
Οι ραγδαίες και δραματικές εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία κατά τις τελευταίες εβδομάδες έχουν εύλογα οδηγήσει σε μια έντονη και αγωνιώδη συζήτηση μεταξύ ειδικών και μη. Τα ζητήματα και ερωτήματα που εγείρονται είναι, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Η αιτία της κρίσης πηγάζει από την ανεξέλεγκτη και ανεύθυνη συμπεριφορά των κερδοσκόπων ή υπάρχουν βαθύτερα αίτια; Η υπερ-επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η αντίστοιχη σοβαρότατη κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη, αποτελούν μεμονωμένα φαινόμενα που μπορούν να απομονωθούν από τη λεγόμενη ‘πραγματική οικονομία’, περιορίζοντας έτσι τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης, ή είναι πολύ πιθανό η κρίση αυτή να πυροδοτήσει μια πιο εκτεταμένη οικονομική κατάρρευση και μια βαθιά ύφεση του καπιταλισμού; Είναι η χρηματοπιστωτική και η γενικότερη οικονομική κρίση αποτέλεσμα μιας ορισμένης πολιτικής και συγκεκριμένα του νεοφιλελευθερισμού, οπότε το πρόβλημα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με μια αλλαγή πολιτικής και μια μεταρρύθμιση του συστήματος, ή συνδέεται άμεσα με το ίδιο το χαρακτήρα και τις εγγενείς τάσεις του καπιταλισμού; Ποια μπορεί ενδεχόμενα να είναι η έκταση, το βάθος και η διάρκεια της κρίσης, και ποιο μπορεί να είναι το μέλλον του καπιταλισμού με τις δραματικές αυτές εξελίξεις; Ποιος είναι ο ρόλος και οι ευθύνες της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος γενικότερα μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία, και πώς διαμορφώνονται οι προοπτικές του κομμουνισμού κάτω από τις σημερινές συνθήκες;
Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς σ’ όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα σύντομα, διεξοδικά και με επάρκεια, γι’ αυτό θα περιοριστούμε εδώ σε ορισμένες μόνο επισημάνσεις. Θα πρέπει καταρχάς να γίνει σαφές ότι, ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε ‘αποκλίνουσα’ ή ‘παραβατική’ συμπεριφορά των κερδοσκόπων, η σωρευτικότητα, η ένταση και χρονική κορύφωση του φαινομένου παραπέμπουν, όχι σε οποιουσδήποτε εξωγενείς παράγοντες, αλλά μάλλον στη σημερινή διάρθρωση και στις εγγενείς αντιθέσεις του σύγχρονου καπιταλισμού. Ταυτόχρονα θα πρέπει να τονιστεί ότι, από την ίδια του τη φύση ο καπιταλισμός έχει γενικότερα ένα κερδοσκοπικό χαρακτήρα, και η αλληλο-διαπλοκή οικονομικών φορέων και παραγωγικών ή χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων καθιστά εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, τη διάκριση ανάμεσα σε καλή και κακή κερδοσκοπία. Έτσι, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη η πάταξη της (υποτίθεται) κακής κερδοσκοπίας, ακόμα κι αν υπήρχε η σχετική πολιτική βούληση. Αλλά το ζήτημα αυτό παραπέμπει επίσης στη σύνδεση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, και της κερδοσκοπικής δραστηριότητας ειδικότερα, με την παραγωγική σφαίρα της οικονομίας.
Όπως είναι γνωστό, η υπερ-επέκταση των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων κατά τις δύο-τρεις τελευταίες δεκαετίες έχει έντονα απασχολήσει τους ειδικούς ως μια ιδιαίτερη τάση του σύγχρονου καπιταλισμού. Το φαινόμενο αυτό εστιάζεται γύρω από δραστηριότητες που αφορούν την χρηματοδότηση, τις ασφάλειες και την αγορά ακινήτων, ενώ ορισμένοι οικονομολόγοι επισημαίνουν την ιδιαίτερα κρίσιμη επέκταση του κεφαλαίου στο πεδίο που αφορά το ατομικό εισόδημα και τις ανάγκες του εργαζόμενου (καταναλωτική πίστη, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προγράμματα, εκπαιδευτικά δάνεια κ.λπ.). Έτσι, μπορεί κανείς να πει ότι η τάση αυτή ενισχύθηκε από τη συρρίκνωση του ‘Κοινωνικού Κράτους’ (στα πλαίσια του κυρίαρχου νεοφιλελευθερισμού), αλλά ταυτόχρονα από την εντυπωσιακή υπερχρέωση εθνικών-κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, καθώς και από μια εντυπωσιακή ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών μέσων (ομόλογα, παράγωγα κ.λπ.) και την εκρηκτική διεύρυνση των ανισορροπιών στην παγκόσμια οικονομία. Η υπερ-επέκταση αυτών των δραστηριοτήτων (συμπεριλαμβανομένης της κερδοσκοπίας με τη στενή έννοια) απέκτησε με την πάροδο του χρόνου μια εντυπωσιακή δυναμική και μια ορισμένη αυτονομία σε σχέση με την πραγματική παραγωγή. Στις ΗΠΑ, την πιο αναπτυγμένη χώρα του καπιταλισμού, τα φαινόμενα αυτά πήραν ιδιαίτερη έκταση και κορυφώθηκαν, όπως είναι γνωστό, με την υπερ-επέκταση των επισφαλών στεγαστικών δανείων που οδήγησαν σε μια αλυσιδωτή κατάρρευση μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Οι εξελίξεις αυτές, που γρήγορα και εύλογα αγκάλιασαν τις περισσότερες χώρες, οδηγώντας σε διάφορες φούσκες (χρηματιστηριακή, ακινήτων, εμπορευμάτων), μπορούν να παρομοιαστούν με πυραμίδες ή, αν προτιμάμε, με πύργο της Βαβέλ, που όσο πιο ψηλά ανεβαίνει, τόσο πιο μεγάλος θα είναι ο πάταγος της κατάρρευσης.
Αρκετοί είναι αυτοί που θεώρησαν, ή εξακολουθούν να θεωρούν ότι η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα και η σχετική κρίση έχει μια σημαντική αυτονομία που επιτρέπει την απομόνωσή της από τη διαδικασία της παραγωγής. Η αντίληψη αυτή όμως είναι αρκετά παραπλανητική γιατί όλα τα κυκλώματα του κεφαλαίου είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Ακόμα και η πιο απογειωμένη μορφή του χρηματιστικού κεφαλαίου (στην περίπτωση της φούσκας – μιας φρενιτιώδους δηλαδή και πλασματικής αύξησης των σχετικών τιμών) δεν παύει να βρίσκεται σε μια διαλεκτική σχέση με την πραγματική παραγωγή και διανομή εμπορευμάτων, παρά την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών. Το γεγονός αυτό και το ότι η υπερ-επέκταση αυτή, όπως θα υποστηριχτεί παρακάτω, παρουσιάζεται σε μια συγκεκριμένη συγκυρία του καπιταλισμού επιβεβαιώνουν τη στενή σχέση μεταξύ της παραγωγικής και της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, και καθιστούν πολύ πιθανή έως βέβαιη την επέκταση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην παραγωγή. Είναι εξάλλου συχνό το φαινόμενο οι ίδιοι οικονομικοί φορείς (μεγάλα πολυκλαδικά μονοπώλια) να δραστηριοποιούνται και στις δύο αυτές σφαίρες.
Αρκετοί είναι επίσης αυτοί που αποδίδουν την σημερινή κρίση γενικότερα και την χρηματοπιστωτική κρίση ειδικότερα στην πολιτική του νεοφιλελευθερισμού των τελευταίων δεκαετιών, υποστηρίζοντας ότι κάποια νέα πολιτικοοικονομική ρύθμιση (πιθανότατα Κεϋνσιανού τύπου) ή κάποιο νέο ‘Νιού Ντιλ’ θα μπορούσε να διασφαλίσει τη σταθεροποίηση του συστήματος. Δυστυχώς αντίστοιχες είναι και οι ψευδαισθήσεις ενός τμήματος της ρεφορμιστικής Αριστεράς (Συνασπισμός), που αναζητά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τη δημοκρατική ευαισθητοποίηση και τη διασφάλιση της συνοχής του συστήματος. Το πρόβλημα όμως έχει βαθύτερες ρίζες. Αν και ο νεοφιλελευθερισμός συντέλεσε στην χρηματοπιστωτική επέκταση και την κρίση, ο ίδιος καθορίζεται από τη βασική διάρθρωση και λειτουργία του συστήματος, εκφράζοντας και υπηρετώντας τις ανάγκες του κεφαλαίου στη σημερινή φάση ανάπτυξής του. Και δεδομένου ότι οι συνθήκες έχουν δραστικά αλλάξει, καμιά (νέο-) Κεϋνσιανή ρύθμιση, ή ‘Νιού Ντιλ’, δεν φαίνεται ικανή να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος. Εξάλλου και η εργατική τάξη δεν θα πρέπει να τρέφει αυταπάτες απέναντι στους νέους ‘ντίλερς’ του καπιταλισμού (Ομπάμα, Ρουαγιάλ, Παπανδρέου, κ.α.), αλλά θα πρέπει να τους γυρίσει την πλάτη τραβώντας το δικό της δρόμο.
Από μια Μαρξιστική σκοπιά, η χρηματοπιστωτική υπερ-επέκταση των τελευταίων δεκαετιών και η τρέχουσα κρίση θα πρέπει να συνδεθούν με το υπόβαθρο της κρίσης υπερσυσσώρευσης που ξέσπασε από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, έχοντας στη βάση της την συμπίεση του ποσοστού κέρδους. Η κρίση αυτή δημιούργησε τις προϋποθέσεις και ώθησε στην επέκταση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η οποία, με τις νέες ευκαιρίες εύκολου κέρδους στη σφαίρα αυτή, θα μπορούσε μερικά να αντισταθμίσει τη γενικότερη πτωτική πίεση στην καπιταλιστική κερδοφορία. Η αντιστάθμιση αυτή επιτεύχθηκε μερικά, όχι μόνο με την επέκταση αυτή, αλλά και με τη διαρκή (νεοφιλελεύθερη) λιτότητα σε βάρος των εργαζομένων, την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου και την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Το πρόβλημα όμως παραμένει με την εντεινόμενη αστάθεια και αβεβαιότητα, την επενδυτική καχεξία και τους πτωτικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Συχνά θεωρείται ότι το σύστημα είχε αποκαταστήσει μια ανθηρή κατάσταση κατά τη δεκαετία του ’90, για να βυθιστεί ξανά από τις αρχές της νέας χιλιετίας στις έντονες κρισιακές διακυμάνσεις. Η αντίληψη όμως αυτή δεν είναι ακριβής. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια κυμαινόμενη πτωτική πορεία του καπιταλισμού. Αρκεί εδώ να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης (του ΑΕΠ) των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών μειώθηκαν από 3,31% κατά τη δεκαετία 1970-80, σε 3,16% τη δεκαετία 1980-90, σε 2,54% τη δεκαετία 1990-2000, και σε 2,0% κατά το διάστημα 2000-2005. Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί που οδεύουμε σήμερα …
Η ανάλυση μας για το νέο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού που διαμορφώνεται μέσα από τους κρισιακούς μετασχηματισμούς και την ανασυγκρότηση του συστήματος κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μας βοηθάει ακόμα καλύτερα στην κατανόηση, όχι μόνο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της σχέσης της με την παραγωγή, αλλά και μιας σειράς άλλων ζητημάτων που σχετίζονται με τη γενικότερη (ιστορική) κρίση και τις προοπτικές του καπιταλισμού. Η κατανόηση της διαπλοκής των επιμέρους κυκλωμάτων του κεφαλαίου και η αυξανόμενη διεθνική τους ολοκλήρωση μας επιτρέπει την εκτίμηση ότι σήμερα, σε σύγκριση με τη μεγάλη κρίση του 1929, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια γρηγορότερη και βαθύτερη επέκταση της κρίσης, με πολύ σοβαρότερες καταστροφικές συνέπειες. Η κατανόηση του ανταγωνιστικού χαρακτήρα του κεφαλαίου και η τεράστια έκταση της οικονομικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης σε παγκόσμιο επίπεδο μας επιτρέπουν την κατανόηση των σύγχρονων ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων (όπως η πρόσφατη ένταση στον Καύκασο ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία) και των ενδεχόμενων πολεμικών συγκρούσεων που η όξυνση της κρίσης μπορεί να επιτείνει. Ταυτόχρονα, όμως, και την αυξανόμενη διαπλοκή και αλληλεξάρτηση των καπιταλιστικών συμφερόντων που συχνά οδηγούν σε μια διεθνή συνεργασία και άμβλυνση των αντιθέσεων του κεφαλαίου. Η αλληλεξάρτηση αυτή (οικονομικών, τεχνολογικών, ενεργειακών και γεωπολιτικών) συμφερόντων είναι που καθόρισε τελευταία τη στάση της Δ. Ευρώπης στην ένταση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία. Ένα άλλο κραυγαλέο παράδειγμα συνεργασίας αποτελεί τελευταία ο διεθνής οικονομικός συντονισμός καπιταλιστικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, και η δαπάνη αρκετών τρισεκατομμυρίων που θα επωμιστούν οι εργαζόμενοι, προκειμένου να αποσοβήσουν την κρίση και να αποτρέψουν μια συνολική κατάρρευση του καπιταλισμού. Η ανάλυση μας για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, εστιάζοντας στην εντεινόμενη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, μας επιτρέπει ακόμα να κατανοήσουμε τον πιο σημαντικό κοινωνικό πόλεμο του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη. Δεν είναι μόνο η διαρκής και εντεινόμενη λιτότητα και η δραστική κατάργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης, αλλά και ο καλπάζων αυταρχισμός του κεφαλαίου που εντείνεται παραπέρα με την κρίση, και ο τεράστιος και αποφασιστικός ρόλος του κράτους (ενάντια στα νεοφιλελεύθερα ιδεολογικά κηρύγματα) που δίνουν ανάγλυφα το περίγραμμα της νέας δικτατορίας του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο επιχειρεί να ξεπεράσει τη βαθιά του κρίση και να αποφύγει την συνολική του κατάρρευση σε βάρος της εργατικής τάξης και της φύσης, και δεν θα πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι, αν τελικά το κεφάλαιο καταφέρει μέσα από τους διαδοχικούς μετασχηματισμούς του να επιβιώσει και να διασφαλίσει του όρους για τη σταθεροποίηση του νέου σταδίου ολοκληρωτικής ανάπτυξής του, το μέλλον για την εργασία και τη φύση δεν μπορεί παρά να διαγράφεται πολύ ζοφερό, συνεπαγόμενο μια διαρκή και δραστική υποβάθμιση.
Αν και φαίνεται να βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική κρίση του καπιταλισμού, χωρίς να το συνειδητοποιούμε απόλυτα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς την ακριβή έκταση, το βάθος και τη διάρκεια της σημερινής κρίσης. Και κανείς δεν μπορεί να πει αν πρόκειται για μια τελική κρίση και οριστική κατάρρευση του καπιταλισμού. Με τις αλλεπάλληλες όμως καταρρεύσεις και τη διεύρυνση της κρίσης αποδεικνύεται ξεκάθαρα, όχι μόνο η χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού, αλλά γενικότερα η χρεοκοπία της αγοράς και του κεφαλαίου ως βασικής οργανωτικής αρχής για την ανάπτυξη της παραγωγής και την αναπαραγωγή της κοινωνίας. Χρεοκοπεί πλέον ο ατομικισμός που αναπτύσσεται και αναπαράγεται από την αγορά και το κεφάλαιο, και γίνεται ευρύτερα αντιληπτή η αναγκαιότητα μιας συλλογικής δράσης για την κοινή αντιμετώπιση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών και των οικολογικών προβλημάτων που επισώρευσε ο καπιταλισμός. Ταυτόχρονα, η ιδεολογική και κοινωνική κυριαρχία του κεφαλαίου δέχονται ένα καίριο πλήγμα, και ευρύτερα τμήματα των εργαζομένων φαίνεται πλέον να προβληματίζονται σε μια αντι-καπιταλιστική, επαναστατική κατεύθυνση. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, και ενώ το φάντασμα του Μαρξ και του κομμουνισμού φαίνεται να πλανάται περίοπτα πάνω από τη γήινη σφαίρα, η κοινωνία φαίνεται να βρίσκεται σε νέο κρίσιμο σταυροδρόμι. Θα αφεθεί στη διαδικασία μιας φασιστοειδούς σκλήρυνσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού ή στον κίνδυνο παρόμοιων φασιστοειδών εκτροπών, ή θα προχωρήσει μπροστά, στην κατεύθυνση απαναθεμελίωσης του κομμουνισμού;
Στις κρίσιμες αυτές συνθήκες, οι ιδεολογικοί εκφραστές και οι πολιτικοί διεκπεραιωτές των αντιδραστικών, νέο-συντηρητικών ‘μεταρρυθμίσεων’ θα πρέπει να ανατραπούν. Θα πρέπει να τα μαζεύουν γρήγορα, πριν είναι πολύ αργά.
Ταυτόχρονα, η ρεφορμιστική Αριστερά και οι θιασώτες του σοσιαλισμού (ή κομμουνισμού) που γνωρίσαμε (ΚΚΕ), και στην πραγματικότητα δεν ήταν ούτε σοσιαλισμός, ούτε κομμουνισμός, αλλά κρατικός απλά καπιταλισμός, θα πρέπει να πάψουν να παριστάνουν τους ιδιοκτήτες της υπόθεσης και των αγώνων της Αριστεράς. Έχοντας δυσφημίσει την υπόθεση του κομμουνισμού και παραμένοντας δογματικά προσκολλημένοι στο παρελθόν, αποτελούν βαρίδια στην αναζήτηση από την κοινωνία νέων δρόμων, και θα πρέπει να ανα-προσανατολιστούν ιδεολογικά ή να ‘μεριάσουν’ για να διαβεί το νέο υπό διαμόρφωση ρεύμα για την επαναθεμελίωση του κομμουνισμού.
Φαίνεται ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις έχουν καταστεί σύμφυτο χαρακτηριστικό του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, στο πλαίσιο του οποίου, εξέχοντα ρόλο διαδραματίζει το πλασματικό-χρηματικό κεφάλαιο. Σχεδόν μια εικοσαετία που χαρακτηρίζεται από συνεχείς χρηματοπιστωτικές κρίσεις στις οποίες έχουν χαθεί δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων, το κόστος των οποίων κάθε φορά καλούνται να πληρώσουν οι εργαζόμενοι με την χειροτέρευση των όρων εργασίας τους (μισθοί, ωράρια, ασφάλιση) πράγμα που συνεπάγεται την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης τους από το κεφάλαιο και τον γενικότερο περιορισμό δικαιωμάτων και κατακτήσεων.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η εισδοχή της στο παγκοσμοιοποιημένο πλέον σύστημα του καπιταλισμού, η ουσιαστική ένταξη στο ίδιο σύστημα και των χωρών του Τρίτου κόσμου, όπως της Ινδίας αλλά κυρίως της Κίνας, έδωσαν στο κεφάλαιο τεράστιες δυνατότητες επέκτασης και εμβάθυνσης της εκμετάλλευσης και απόσπασης υπεραξίας σε όλες τις μορφές σε μια νέα και πρωτόγνωρη κλίμακα. Η υπερπροσφορά εργατικής δύναμης έδωσε, (και στον βαθμό που δεν υπάρχει άνοδος του επιπέδου της ταξικής πάλης την δίνει ακόμα) τη δυνατότητα στο κεφάλαιο να ρίξει στον Καιάδα τμήματα της εργατικής τάξης (αναθεωρώντας εκ βάθρων την πολιτική διαχείρισης της εργατικής δύναμης), με αντίτιμο όμως εξαιτίας της αύξησης της συχνότητας των κρίσεων, (ως αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που οδηγεί στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους), να τίθεται σε κίνδυνο η μακροχρόνια σταθερότητα του ίδιου του πολιτικού του συστήματος.
Στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης που παρατηρήθηκαν, συντηρήθηκαν αρχικά κυρίως εξ’ αιτίας της τεχνικής προόδου, δηλαδή σύμφωνα με την μαρξιστική πολιτική οικονομία χάρη στην αύξηση της απόσπασης της λεγόμενης σχετικής υπεραξίας, (που όμως καθώς προχωρούσε η συσσώρευση οδήγησε σε αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και σε υπερσυσσώρευση) η οποία στη συνέχεια άρχισε να υποκαθίσταται σε ολοένα και μεγαλύτερη έκταση κυρίως από την εφαρμογή τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας σε μία προσπάθεια καθυστέρησης και αντιστροφής των συνεπειών της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της συνέπειας της, που είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους.
Η Προσπάθεια παράκαμψης του Νόμου της Αξίας
Προκειμένου δε να γίνει πιο κατανοητός ο ρόλος και η σημασία των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας και τι σημαίνουν αυτές για τους εργαζόμενους, θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τον Μάρξ, οι καπιταλιστές μπορούν να χρησιμοποιήσουν ορισμένες τεχνικές σε μια προσπάθεια να καθυστερήσουν ή και να αναστείλουν τα αποτελέσματα του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η υπεραξία που παράγεται σε μια χρονική περίοδο είναι ίση με τη διαφορά, (μετρημένη σε όρους αξίας), ανάμεσα στο συνολικό χρόνο εργασίας των απασχολουμένων εργατών και στο χρόνο εργασίας που πρέπει να αφιερώσουν οι εργάτες στην παραγωγή των προϊόντων που είναι απαραίτητα για την διατήρηση του βιοτικού τους επιπέδου. Οι καπιταλιστές μπορούν, επομένως, να αυξήσουν την υπεραξία που αποσπούν σε μια χρονική περίοδο με τους παρακάτω τρόπους: Πρώτο, αν αυξηθεί η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας. Δεύτερο, αν αυξηθεί η ένταση της εργασίας. Τρίτο, αν μειωθεί το βιοτικό επίπεδο των εργατών και τέταρτο αν αυξηθεί ο αριθμός των απασχολούμενων εργατών. Στις τέσσερις αυτές περιπτώσεις που η απόσπαση υπεραξίας αυξάνεται χωρίς να έχουν μεταβληθεί οι τεχνικές συνθήκες παραγωγής, αυξάνεται η απόσπαση απόλυτης υπεραξίας.
Όμως η χρήση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας έχει όρια. Η αύξηση των ωρών εργασίας, η εντατικοποίηση της καθώς και η μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων προσκρούουν τόσο σε βιολογικούς όσο και σε κοινωνικούς περιορισμούς. Η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων εξάλλου προσκρούει στο όριο της πλήρους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής της εργασιακής δύναμης πάνω από την αξία της, καθώς αυξάνεται η ζήτηση για εργατικά χέρια και μειώνεται ο εφεδρικός στρατός των ανέργων. Περαιτέρω ιδιαίτερη μνεία σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο θα πρέπει να γίνει για την σημασία του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου, το οποίο παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην προώθηση και επιτάχυνση της διαδικασία συσσώρευσης για το κεφάλαιο συνολικά, το βάθεμα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, την διατήρηση και αύξηση της κερδοφορίας στην τρέχουσα συγκυρία. Από αυτή την άποψη πρέπει να τονιστεί η δυνατότητα της χρηματοπιστωτικής σφαίρας να συνεχίζει να παράγει κέρδη συμβάλλοντας στην διατήρηση ή και αύξηση της μάζας των κερδών ακόμα και όταν η διαδικασία της πραγματικής συσσώρευσης αντιμετωπίζει προβλήματα. Δηλαδή, ακόμα και όταν ο συνδυασμός τεχνικών απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξιας έχει φθάσει στα όρια του και ο νόμος της αξίας κάνει απειλητική την παρουσία του θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία του κεφαλαίου. Βέβαια, το τίμημα για αυτή την «διευκόλυνση» είναι η συγκάλυψη και το βάθεμα των αντιφάσεων στο επίπεδο της πραγματικής συσσώρευσης, που τελικά είναι και η σφαίρα όπου πρωτογενώς αποσπάται η υπεραξία, με τελικό αποτέλεσμα την επίταση των προβλημάτων υπερσσυσώρευσης που οδήγησαν και στην τρέχουσα ιστορικών διαστάσεων κρίση.
Από την φούσκα της νέας οικονομίας ...........
Ιστορικά, η αμερικανική οικονομία, υπήρξε η πιο προηγμένη από την άποψη της εφαρμογής τεχνικών απόσπασης σχετικής υπεραξίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Καθώς όμως επιχειρήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, να επιταχυνθεί η συσσώρευση (και να ξεπεραστούν τα προβλήματα που δημιουργούσε στην κερδοφορία η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου), σιγά-σιγά οι τεχνικές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας άρχισαν να παίρνουν την σκυτάλη σε σχέση με τις τεχνικές απόσπασης σχετικής υπεραξίας με ότι αυτό συνεπάγεται για τις εργασιακές σχέσεις. Ο νέος συνδυασμός τεχνικών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, με αυξημένη συμμετοχή των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, έφερε μια νέα επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης, και οδήγησε στη δημιουργία της μεγαλύτερης μέχρι τότε χρηματιστηριακής φούσκας από την δεκαετία του 1920, που επηρέασε κατά κύριο λόγο τις τιμές των μετοχών της λεγόμενης «νέας οικονομίας», οι οποίες αποτελούσαν και την αιχμή του δόρατος της συσσώρευσης.
Στο πλαίσιο της «νέας οικονομίας» ήταν που για πρώτη φορά έγινε αντιληπτό ότι και ο νέος συνδυασμός τεχνικών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας είχε όρια, καθώς η χρήση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, πολύ σύντομα προσέκρουσε στους βιολογικούς και κοινωνικούς περιορισμούς που χαρακτηρίζουν την εφαρμογή τους. Έτσι χρειάστηκε να συμπληρωθούν με την εκτεταμένη χρήση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου. Η φούσκα διογκώθηκε εξαιτίας της ταχύτητας επέκτασης της προσφοράς πιστωτικού χρήματος και συνδυάστηκε τόσο με την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών σε δυσθεώρητα ύψη, όσο και με δραματική επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών. Όταν η φούσκα «έσπασε», (εξ’ αιτίας των αυξήσεων της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της πτώσης του ποσοστού κέρδους που επιταχύνθηκε από την κρίση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου), την άνοιξη του 2000, η αμερικανική οικονομία αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να εισέλθει σε βαθύτατη ύφεση. Όμως η ύφεση που ακολούθησε το 2001 δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη. Η αποφυγή της βαθιάς ύφεσης εξασφαλίστηκε μέσω μέτρων όπως ο συνδυασμός φοροαπαλλαγών και επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής, η κατάσταση αντιμετωπίστηκε με την ταχύτερη και πιο εκτεταμένη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην ιστορία των ΗΠΑ, ωθώντας τα πραγματικά επιτόκια σε αρνητικά επίπεδα για πρώτη φορά από το 1970. Αυτή όμως η επιτυχημένη αποφυγή της ύφεσης συνεπαγόταν το κόστος της διατήρησης όχι μόνο των ανισσοροπιών που είχαν οδηγήσει σε αυτή, αλλά και το επιπλέον πρόβλημα της υπερβάλλουσας ρευστότητας στην οικονομία, (λόγω της παρατεταμένης διατήρησης χαμηλών επιτοκίων) που οδήγησε στην ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών αγορών.
........... στους ωκεανούς της ρευστότητας
Έτσι, το τέλος της χρηματιστηριακής φούσκας διαδέχθηκε η φούσκα των ακινήτων ως το νέο προνομιακό πεδίο επέκτασης του χρηματικού κεφαλαίου σε συνθήκες χαμηλών επιτοκίων, προκειμένου να διατηρηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτή ακριβώς η κατάσταση έκρυβε στο εσωτερικό της τους όρους μιας νέας κρίσης καθώς η συσσώρευση τώρα πια στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην αναστολή της λειτουργίας του νόμου της αξίας με την αλόγιστη επέκταση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου. Αυτή η κρίση, επίσημα τουλάχιστον φαίνεται να βρίσκεται σε εξέλιξη από το περασμένο καλοκαίρι και δεν είναι άλλη από την κρίση των λεγόμενων «δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης» η των «δανείων των φτωχών».Η θρυαλλίδα που την πυροδότησε ήταν η ξαφνική ανακάλυψη ότι έχουν αυξηθεί σημαντικά τα προβλήματα αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης. Τα δάνεια αυτά δίνονταν σε άτομα με ιδιαίτερα χαμηλό εισόδημα έχοντας προκαταβάλλει πολύ μικρό ποσοστό της αξίας του ακινήτου που αγόραζαν (5% ή και λιγότερο). Επιπλέον, δίνονταν με εγγύηση του ιδίου του ακινήτου και με υψηλότερα (και συνήθως κυμαινόμενα) επιτόκια λόγω της χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας των δανειζόμενων. Μέχρι πρόσφατα τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα στις ΗΠΑ μπορούσαν να χρηματοδοτούν την αποπληρωμή τέτοιων στεγαστικών δανείων με δύο τρόπους. Πρώτον, μέσω της αύξησης των ωρών εργασίας τους, (όπως επισημάναμε οι ΗΠΑ είναι πρωταγωνιστής σε αυτή την κούρσα τα τελευταία χρόνια), ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρο για το κεφάλαιο συνολικά, καθώς οι επιπλέον ώρες εργασίας συμβάλλουν στην απόσπαση επιπλέον υπεραξίας από τους εργαζόμενους. Δεύτερον, καθώς μέχρι πρόσφατα οι τιμές των ακινήτων αυξάνονταν, η εξυπηρέτηση αυτών των δανείων γινόταν πιο εύκολη (μέσω αναχρηματοδοτήσεων) ενώ πολλοί δανειολήπτες πωλούσαν τα ακίνητα που είχαν αγοράσει εισπράττοντας ποσά μεγαλύτερα από το συνολικό ποσό που έπρεπε να καταβάλουν προκειμένου να αποπληρώσουν τα δάνεια τους. Το πρόβλημα στην αμερικανική οικονομία άρχισε να εμφανίζεται όταν η κεντρική τράπεζα άρχισε να αυξάνει επιτόκια κάνοντας πιο δύσκολη των αποπληρωμή αυτών των δανείων, αλλά και λόγω προβλημάτων στο επίπεδο αυτού που στα αστικά οικονομικά ονομάζεται «πραγματική οικονομία» ή για τον Μαρξισμό αποτελεί το παραγωγικό κεφάλαιο. Φαίνεται δηλαδή, ότι ύστερα από μια αρκετά μακρά περίοδο καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που αύξησαν την συμμετοχή στην συσσώρευση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, αυξάνοντας δραματικά τον βαθμό εκμετάλλευσης και τα κέρδη, για μια ακόμη φορά η συσσώρευση παρουσιάζει σημεία κόπωσης. Μάλιστα, αρκετοί αμερικανοί μαρξιστές οικονομολόγοι, σε διάφορες πρόσφατες εμπειρικές μελέτες, υποστηρίζουν ότι η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει ξαναρχίζει να ενισχύεται σε σχέση με τις προαναφερθείσες αντίρροπες δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν από τις αναδιαρθρώσεις. Εξ’ αιτίας των παραπάνω, τα υψηλότερα επιτόκια ενώ ωφελούν την πλευρά των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων του κεφαλαίου κάνουν πιο δύσκολα τα πράγματα για την πλευρά των παραγωγικών δραστηριοτήτων του, με το να αυξάνουν το κόστος των επενδύσεων του παραγωγικού κεφαλαίου. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε την τάση για ύφεση της αμερικανικής οικονομίας στο σύνολο της, καθώς τελικά το παραγωγικό κεφάλαιο είναι αυτό που πρωτογενώς αποσπά την υπεραξία, μέρος της οποίας αναδιανέμεται μέσω της πληρωμής τόκων στο χρηματικό κεφάλαιο. Δηλαδή, το πρόβλημα στην κτηματαγορά προέκυψε γιατί συνολικά ο αμερικανικός καπιταλισμός ασθμαίνει και επομένως η εργατική τάξη και τα λαϊκά και μεσαία στρώματα δεν διαθέτουν επαρκή εισοδήματα.
Η διεθνής διάσταση της κρίσης των «δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης»
Σήμερα, η κρίση στην αμερικάνικη κτηματαγορά έχει μετατραπεί σε κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό έγινε όχι μόνο γιατί κινδυνεύουν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που έχουν δώσει τέτοια επισφαλή δάνεια (τα οποία άλλωστε δεν είναι παρά το 14% των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ) αλλά γιατί με βάση αυτά τα δάνεια το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα (και όχι μόνο το αμερικάνικο) είχε ανοίξει σε διεθνή κλίμακα, πολλαπλασιαστικά μέσα από την δημιουργία ειδικών παραγώγων προϊόντων μια σειρά άλλες δραστηριότητες κερδοφορίας που τώρα και αυτές, με την σειρά τους κινδυνεύουν. Δημιουργήθηκε δηλαδή μια κατάσταση ντόμινο. Οι τράπεζες (αμερικανικές κατά βάση αλλά και ξένες) εξέδιδαν τα στεγαστικά δάνεια, τα οποία στη συνέχεια τιτλοποιούσαν πουλώντας τα σε διάφορους καπιταλιστές-κερδοσκόπους (περιλαμβανομένων και «ταμείων αντιστάθμισης κινδύνου» Hedge Funds). Περαιτέρω, η πώληση αυτών των τίτλων εξασφάλιζε ρευστό με το οποίο οι τράπεζες εξέδιδαν ακόμη περισσότερα στεγαστικά δάνεια. Το «αεροπλανάκι» παρουσίασε τις πρώτες «βλάβες» όταν παρουσιάσθηκαν τα προβλήματα στην αποπληρωμή των δανείων μειωμένης εξασφάλισης και μια σειρά τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωπες με μαζικές αιτήσεις ρευστοποίησης των τίτλων που είχαν πουλήσει στους διάφορους κερδοσκόπους. Ταυτόχρονα προέκυψαν ανησυχίες και για την κεφαλαιακή επάρκεια όχι μόνο των κερδοσκοπικών οργανισμών που αγόραζαν τέτοια προϊόντα αλλά και των τραπεζών αυτών καθαυτών που υπήρχε υπόνοια ότι είχαν χρηματοδοτήσει τέτοιους οργανισμούς. Ως αποτέλεσμα προκλήθηκε κρίση εμπιστοσύνης, και οι τράπεζες ουσιαστικά έπαψαν να δανείζουν η μία την άλλη βραχυκυκλώνοντας τις κυριότερες διατραπεζικές αγορές (σε ΗΠΑ,Ευρώπη, και Βρετανία), πράγμα που επιδείνωσε τα πράγματα ακόμα περισσότερο.
Περαιτέρω, το πρόβλημα πέρασε και στις διεθνείς κεφαλαιαγορές γιατί οι τράπεζες είναι εισηγμένες σε αυτές και μάλιστα με σημαντική βαρύτητα. Επισημαίνεται ότι οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι καθώς όταν μια τράπεζα αντιμετωπίσει πρόβλημα, τότε ενδεχομένως να κινδυνεύσουν και μια σειρά επιχειρήσεις που αυτή έχει δανειοδοτήσει (πολλές εκ των οποίων είναι επίσης εισηγμένες στα χρηματιστήρια) ακόμη και αν από μόνες τους δεν είχαν προβλήματα. Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή βρίσκεται στο ότι, το διάστημα μέχρι και λίγο πριν από την εκδήλωση της κρίση (Ιούλιος 20007) είχε σημειωθεί μια άνοδος των χρηματιστηρίων λόγω ενός κύματος εξαγορών και συγχωνεύσεων επιχειρήσεων οι οποίες πραγματοποιούνταν μέσω κερδοσκοπικών οργανισμών (HEDGE FUNDS). Η χρηματοδότηση και αυτού του τύπου των δραστηριοτήτων υπήρξε ανάλογη με αυτή των επισφαλών στεγαστικών δανείων. Οι κερδοσκοπικοί οργανισμοί δανείζονταν από τις τράπεζες και οι τράπεζες τιτλοποιούσαν και πωλούσαν τα δάνεια αυτά σε τρίτους για να αντλήσουν ρευστότητα και να κάνουν επιπλέον δάνεια. Καθώς όμως αυξανόταν η ανησυχία για την επίπτωση που θα είχε η τυχόν εισδοχή των ΗΠΑ σε ύφεση για την παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι το κύμα εξαγορών ανεστάλη, και οι τράπεζες γίνονταν πιο επιφυλακτικές στις χρηματοδοτήσεις τους, ενώ οι κερδοσκοπικοί οργανισμοί, που αυτοτροφοδοτούνταν μέσω των εξαγορών, αντιμετωπίζουν ένα επιπλέον πρόβλημα. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα είναι η ένταση των προβλημάτων στον τραπεζικό τομέα σε ΗΠΑ και Ευρώπη, με τις χρεοκοπίες των κυριότερων τραπεζών του δυτικού καπιταλισμού γεγονός που οδήγησε στην εξαγγελία των πρωτοφανών από την εποχή της κρίσης του 1929-33 προγραμμάτων διάσωσης, η αναταραχή και νευρικότητα στα χρηματιστήρια. Οι κεντρικές τράπεζες παρενέβησαν και παρεμβαίνουν, με χορήγηση ρευστότητας σε μια προσπάθεια να εξομαλύνουν την κατάσταση στην διατραπεζική αγορά, γεγονός που βραχυχρόνια τουλάχιστον στέφθηκε από επιτυχία. Στην συνέχεια όμως η απότομη υποχώρηση των χρηματιστηριακών δεικτών οδήγησε τόσο την αμερικανική κεντρική τράπεζα όσο και ταυτόχρονα τις κεντρικές Τράπεζες της Ευρώπης, Βρετανίας, Σουηδίας και Ελβετίας σε μια πρωτοφανή στην ιστορία του καπιταλισμού μη προγραμματισμένη μεγάλη μείωση επιτοκίων προκειμένου να βοηθηθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές και η παγκόσμια οικονομία.
Παρόλα αυτά ο πρόδηλα δομικός χαρακτήρας της κρίσης μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι όχι μόνο τα νομισματικά μέτρα και τα προγράμματα αναπλήρωσης των χαμένων κεφαλαίων των τραπεζών σε βάρος των εργαζομένων αλλά ακόμα και ο συνδυασμός τους με δημοσιονομικά μέτρα δεν πρόκειται να οδηγήσει στην ουσιαστική άμβλυνση των προβλημάτων που έχουν προκύψει αν δεν υπάρξουν και νέα διαρθρωτικά μέτρα στην κατεύθυνση της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης που θα δώσει νέα υπεραξία για να καλυφθούν οι απώλειες. Φυσικά για άλλη μια φορά οι εργαζόμενοι θα κληθούν «ελλείψει άλλου καθίσματος να καθίσουν στο άδικο». Όσο για το οριστικό ξεπέρασμα της δομικής κρίσης υπερσυσσώρευσης που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο καπιταλισμό από την δεκαετία του 1970, συνέχεια και κορύφωση της οποίας είναι η σημερινή ιστορικών διαστάσεων χρηματοπιστωτική κρίση, με τέτοιου είδους μέτρα εκτιμούμε ότι δεν είναι εφικτή. Ο λόγος είναι ότι ιστορικά η σημαντικότερη πηγή αυξήσεων της υπεραξίας, ειδικά μετά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του καπιταλισμού, υπήρξαν οι μεταβολές στις τεχνικές μεθόδους παραγωγής. Στο βαθμό που η αύξηση της υπεραξίας δεν στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην απόσπαση σχετικής υπεραξίας, τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι μια κρίση υπερσυσσώρευσης ξεπεράστηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου