26 Οκτωβρίου 2008

Η σκόπιμη φούσκα του κ. Μπους

Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ο ΛΕΥΚΟΣ ΟΙΚΟΣ


Μια εκσυγχρονισμένη μορφή των αλβανικών πυραμίδων βρίσκεται στη βάση της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ. Και όπως στη γειτονική χώρα, έτσι και στις ΗΠΑ, πίσω από τη δημιουργία της φούσκας που κατάρρευσε βρίσκεται η ίδια η πολιτική ηγεσία και το οργανωμένο τραπεζικό σύστημα.

Είναι γνωστό ότι το κεντρικό στοιχείο που σημάδεψε τη χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε, εδώ και μήνες, στις ΗΠΑ και έφτασε στο απόγειό της τις τελευταίες βδομάδες είναι η φούσκα των στεγαστικών δανείων. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή αποτέλεσε η διαδικασία της χορήγησης των λεγόμενων ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου και στη συνέχεια η τιτλοποίηση των χρεών με εγγύηση άλλα χρέη. Η δημιουργία και η διαρκής ανταλλαγή αυτών των πιστωτικών παραγώγων στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στη συνεχή αύξηση της τιμής των ακινήτων, χωρίς καμιά αναλογία με την άνοδο του πληθωρισμού ή της πραγματικής τους αξίας.

Ολα αυτά θεωρούνται σήμερα δεδομένα και κοινοί τόποι στις εκ των υστέρων αναλύσεις της οικονομικής κρίσης. Αλλά πώς δεν έγινε δυνατόν να προβλεφθεί εγκαίρως αυτή η εξέλιξη και να αντιμετωπιστεί πριν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο;

Στην πραγματικότητα κανείς δεν ανακάλυψε τώρα τη φούσκα της στεγαστικής πολιτικής. Εδώ και χρόνια προειδοποιούν κάποιοι ειδικοί, ενώ στα μέσα του 2005 αναπτύχθηκε πολύ έντονα και στον αμερικανικό τύπο σχετική αρθρογραφία. Ακολουθώντας μια ιδέα που χρησιμοποίησε το περιοδικό «Economist» για να μετρήσει πόσο συχνά αναφέρεται από τα μέσα ενημέρωσης η λέξη «ύφεση» («recession index»), ο αμερικανός οικονομολόγος Νταγκ Χένγουντ εμπνεύστηκε το δικό του «δείκτη» για να μετρήσει πόσο συχνά αναφέρεται η «στεγαστική φούσκα» στις μεγάλες εφημερίδες των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα είναι ότι ενώ όλο το 2004 και στις αρχές του 2005 η φράση αυτή αναφερόταν μόλις 10 έως 30 φορές το μήνα, το καλοκαίρι του 2005 έφτασε τις 140 φορές!

Ολοι γνώριζαν από νωρίς

Αρα, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι δεν γνώριζε.

Είναι δεδομένο ότι η στεγαστική φούσκα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάκαμψη μετά την κρίση του 2001 που προκάλεσε η άλλη φούσκα, της «νέας οικονομίας». Η απασχόληση στον τομέα της στέγασης συνέβαλε σε ποσοστό πάνω από 40% στη συνολική αύξηση της απασχόλησης από το 2001 έως το 2005. Η συμβολή της οικοδομής στο ΑΕΠ έφτασε σε τιμές ρεκόρ, ενώ η αγορά ακινήτων υπολογίζεται ότι συνέβαλε κατά 70% στην αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών κατά την ίδια περίοδο.

Ομως, για να επιτευχθούν όλα αυτά υπήρχε μια οδυνηρή προϋπόθεση, δηλαδή να αυξάνεται διαρκώς η τιμή των ακινήτων. Βλέπαμε, έτσι, να πανηγυρίζουν οι θιασώτες της ελεύθερης οικονομίας, όσο ανέβαινε η τιμή των κατοικιών, παρά το γεγονός ότι αυτό σήμαινε ότι γινόταν πιο δύσκολη η απόκτηση στέγης για τους πολίτες οι οποίοι διέθεταν χαμηλότερα εισοδήματα.

Αλλά είχαν έτσι διαμορφωθεί οι συνθήκες της αγοράς, ώστε ο όρος για την απόκτηση σπιτιού για τους «μη έχοντες» ήταν η συνεχής άνοδος της τιμής του! Σύμφωνα με τη ρήση του παλιού οικονομικού σχολιαστή Εντ Χαρτ, «ο πληθωρισμός στη στέγη έγινε η εθνική αμερικανική θρησκεία».

Η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν πολύ απλή: Θεωρώντας δεδομένη τη συνεχόμενη ανοδική πορεία της τιμής των ακινήτων, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δάνειζαν σε πολίτες με χαμηλά εισοδήματα, ποντάροντας ότι η εξόφληση των δανείων θα στηριχτεί στη μελλοντική μεγαλύτερη αξία των ακινήτων. Τα ειδικά αυτά δάνεια στηρίζονταν σε χαμηλές προκαταβολές και ραγδαία αύξηση των τόκων μετά τα πρώτα δύο χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν να απαιτείται η επαναχρηματοδότηση της εξυπηρέτησης του χρέους με ακόμα πιο δυσβάστακτα δάνεια.

Αυτά τα τραπεζικά προϊόντα που στην αρχή ονομάζονταν «εξωτικά» (και ήδη πήραν την ονομασία «τοξικά») υποτίθεται ότι δημιουργήθηκαν ως εξειδικευμένα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες μιας μικρής μερίδας πελατών εξοικειωμένων με τους μηχανισμούς του τραπεζικού συστήματος και της Wall Street.

Στη συνέχεια όμως ανακαλύφθηκε ότι ταίριαζαν απολύτως για να βάλουν στο κόλπο τούς «μη κατέχοντες».

Οπως ανέφερε ο γνωστός γερουσιαστής Πολ Σαρμπάνης σε ομιλία του ήδη στις 8 Δεκεμβρίου 2006, η «ύπαρξη αυτών των δανείων ενθάρρυνε τους αγοραστές να κυνηγούν τις ανερχόμενες τιμές των σπιτιών, σπρώχνοντάς τις ακόμα ψηλότερα. Και ενώ αυτά τα προϊόντα κάποτε συνέβαλαν στη διόγκωση της φούσκας των ακινήτων, τώρα φοβάμαι ότι επισπεύδουν το τέλος της. Κατά ειρωνεία της τύχης, παρά το ότι ο κύκλος της επαναχρηματοδότησης ωθεί τους δανειζόμενους σε όλο και μεγαλύτερα χρέη, οι δανειστές και οι επενδυτές ζητωκραυγάζουν».

Στόχος, ο εφησυχασμός

Παρά τα σαφή σημάδια του προβλήματος μέχρι πολύ πρόσφατα οι επίσημες πολιτικές και οικονομικές αρχές των ΗΠΑ δεν έχαναν την ευκαιρία να διαβεβαιώνουν το κοινό ότι δεν κινδυνεύουν οι «επενδύσεις» στη στέγη.

Ο Αλαν Γκρίνσπαν τον περασμένο Μάιο δήλωνε με καθυστέρηση ότι η σημερινή κρίση στις ΗΠΑ είναι η χειρότερη από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά όσο ο ίδιος βρισκόταν στο τιμόνι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να καθησυχάσει δανειστές και δανειολήπτες στον τομέα της στέγης.

Σε ομιλία του το Μάιο του 2005, μόλις είχαν φανεί τα πρώτα σαφή σημάδια της κρίσης, ο Γκρίνσπαν διαβεβαίωνε ότι «οι ονομαστικές τιμές των σπιτιών σπανίως πέφτουν και οπωσδήποτε όχι πολύ». Ενα μήνα αργότερα, ο Γκρίνσπαν, μιλώντας στην Οικονομική Επιτροπή του Κογκρέσου έκανε ακόμα πιο σαφείς τις απόψεις του:

«Αν και δεν φαίνεται πιθανό να παρουσιαστεί σε εθνική κλίμακα μια φούσκα στις τιμές των σπιτιών, μοιάζει να παρουσιάζονται μικρά σημάδια αφρού σε ορισμένες τοπικές αγορές, όπου οι τιμές των σπιτιών φαίνεται ότι ανέβηκαν σε υπερβολικά επίπεδα».

Εστω και με τη μορφή «αφρού» (δηλαδή με την εικόνα μιας πολλαπλής «φούσκας») ο Γκρίνσπαν φαίνεται ότι κατανοεί το πρόβλημα, αλλά σπεύδει να καθησυχάσει τα μέλη της Επιτροπής: «Η οικονομία των ΗΠΑ έχει αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα στο παρελθόν χωρίς να παρουσιαστούν σημαντικές υποχωρήσεις της μέσης τιμής των σπιτιών σε εθνικό επίπεδο».

Εκ των υστέρων ο Γκρίνσπαν θα κάνει την αυτοκριτική του, αλλά ποιος νοιάζεται πια;

Οι αναλυτές της οικονομικής κρίσης αποφεύγουν να προχωρήσουν τις ερμηνείες τους στα αίτια που οδήγησαν σ' αυτό το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των παρεχόμενων δανείων και των πραγματικών δυνατοτήτων των δανειοληπτών. Ομως, προτού ακόμα καταλαγιάσει ο πρώτος θόρυβος από το ξέσπασμα της κρίσης έσπευσαν τις μέρες αυτές στις ΗΠΑ οι σκληροί θιασώτες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου να αποδώσουν την ευθύνη (σε ποιον άλλο;) στα πρώτα θύματά της, δηλαδή στους οικονομικά ανίσχυρους (μειονότητες, υποαπασχολούμενοι, κ.λπ.), οι οποίοι, σύμφωνα μ' αυτές τις αναλύσεις, δεν θα 'πρεπε να θεωρούνται αξιόπιστοι πελάτες για δάνεια.

Τέτοιου είδους επιχειρήματα ακούστηκαν ανοιχτά από τους γνωστούς (ακρο) δεξιούς σχολιαστές Νιλ Καβούτο και Πατ Μπουχάναν. Ο πρώτος δεν δίστασε να πει στο Fox ότι «είναι καταστροφή να δανείζεις σε μειονότητες και σε επικίνδυνους ανθρώπους» (19/9), ενώ ανάλογα ανέφερε ο δεύτερος στο show της Ρέιτσελ Μάντοου.

Αλλά παρόμοια επιχειρήματα διατυπώνονται σε όλη την γκάμα των μεγάλων μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ, ενώ ως προπαγανδιστικό χαρτί στην ίδια κατεύθυνση διαδίδεται στο Διαδίκτυο ένα παλιό άρθρο των «Νιου Γιόρκ Τάιμς» για την ενεργοποίηση της «Φάνι Μέι» στον τομέα της προσφοράς στεγαστικών δανείων στις μειονότητες (30/9/1999).

Αλλά δεν ήταν ο «απρόσεκτος» δανεισμός κάποιων δήθεν φιλολαϊκών ρυθμίσεων της κυβέρνησης Κλίντον που προκάλεσε το πρόβλημα. Η ευθύνη ανήκει στο «απορυθμισμένο» τραπεζικό περιβάλλον, το οποίο κατά την περίοδο Μπους επέτρεψε την τιτλοποίηση αυτών των δανείων και τεράστιες επενδύσεις πάνω σ' αυτά τα δάνεια. Τα μέλη των μειονοτήτων και οι πολίτες με χαμηλά εισοδήματα υπήρξαν τα θύματα αυτής της πολιτικής και τώρα οι πρώτοι που καλούνται να πληρώσουν το βαρύτερο τίμημα, με την κατάσχεση των σπιτιών τους.

Η ευθύνη ανήκει κυρίως στους επενδυτές της Wall Street που τώρα απολαμβάνουν την προστασία «όλου του έθνους», μέσω των ειδικών μέτρων χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων που καταρρέουν. Αλλά από πολιτική άποψη ένας είναι ο μοναδικός υπεύθυνος: η πολιτική του ίδιου του απερχόμενου προέδρου Μπους, ο οποίος εμπνεύστηκε, σχεδίασε και πραγματοποίησε αυτή τη φούσκα.

Δεν ξύπνησαν κάποια ωραία μέρα οι «μειονότητες» ή οι «μη κατέχοντες» των ΗΠΑ και άρχισαν να δανείζονται σαν τρελοί. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το κατώφλι του Λευκού Οίκου ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος κήρυξε το όραμα της «Κοινωνίας των Ιδιοκτητών». Ηδη με τη συμπλήρωση ενός χρόνου θητείας, στην πρώτη ομιλία του για την «κατάσταση του κράτους» δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο στόχο «να διευρυνθεί η ιδιοκτησία κατοικίας, ιδιαίτερα μεταξύ των μειονοτήτων» (29/1/2002).

Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τα τεκμήρια αυτής της πολιτικής στην επίσημη ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου.

Καμπάνια της φούσκας

Η καμπάνια που οδήγησε στη φούσκα με τα στεγαστικά δάνεια ξεκίνησε με κάθε επισημότητα με το πρόγραμμα «Ενα δικό σου σπίτι», το οποίο είχε την προσωπική σφραγίδα του Μπους και ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 2002 με κύριο στόχο «να αυξηθεί ο αριθμός των μελών μειονοτήτων με ιδιόκτητες κατοικίες». Το δεκαεξασέλιδο πρόγραμμα τα λέει όλα. Πρώτα ξεκαθαρίζει ότι «το μοναδικό και μεγάλο εμπόδιο στην απόκτηση κατοικίας είναι η συγκέντρωση του ποσού που χρειάζεται για την προκαταβολή». Μάλιστα ιδρύθηκε και ειδικό «Ταμείο Προκαταβολών Αμερικανικού Ονείρου».

Αλλά είδαμε ότι οι προκαταβολές στα ιδιότυπα ενυπόθηκα δάνεια κρατήθηκαν σε πολύ χαμηλά σημεία, ενώ οι υποχρεωτικές καταβολές ύστερα από δύο ή τρία χρόνια ανέβαιναν δυσανάλογα. Σε άλλα σημεία του προγράμματος καλούνται «κατασκευαστές κατοικιών, μεσίτες, μη κερδοσκοπικές και χρηματοδοτούμενες από το κράτος επιχειρήσεις που αγοράζουν τα ενυπόθηκα δάνεια, να ενωθούν» σε μια πραγματική σταυροφορία.

Ο τρόπος που θα συμβεί αυτό κρύβεται στα ψιλά του προγράμματος, όπου καταγράφεται η ανάγκη να «δημιουργηθούν με επιθετικό τρόπο νέα ενυπόθηκα προϊόντα, έτσι ώστε να υπάρχουν στην αγορά διαθέσιμες συμβατικές εναλλακτικές λύσεις, ώστε να αντιμετωπιστούν τα ληστρικά δανειοδοτικά προϊόντα, τα οποία κατανέμονται με άνισο τρόπο στις μειονότητες».

Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτό που αναπτύχθηκε με «επιθετικό τρόπο» ήταν ακριβώς αυτά τα ληστρικά προϊόντα.

Στις 9/8/2004 με επίσημη ανακοίνωση επαναβεβαιώνεται η πολιτική αυτή και δίνεται ακόμα πιο προσωπική διάσταση: «Ο πρόεδρος πιστεύει ότι η ιδιοκτησία σπιτιού είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των σφριγηλών αμερικανικών κοινοτήτων και παρέχει σε κάθε οικογένεια σταθερότητα και μακροπρόθεσμη οικονομική ασφάλεια. Το 2002 ο πρόεδρος Μπους εξήγγειλε την "Πρόκληση της Αμερικανικής Ιδιόκτητης Κατοικίας" προς τη βιομηχανία ακινήτων και τα πιστωτικά ιδρύματα ενυπόθηκων δανείων, ώστε να τις ενθαρρύνει να συμμετάσχουν στην προσπάθεια για να γεφυρωθεί το χάσμα του ποσοστού των ιδιοκτητών κατοικίας μεταξύ των μειονοτήτων και του υπόλοιπου πληθυσμού. Ο πρόεδρος επίσης ανακοίνωσε το στόχο αύξησης του αριθμού των ιδιοκτητών σπιτιών που ανήκουν σε μειονότητες κατά 5,5 τουλάχιστον εκατομμύρια οικογένειες πριν από το τέλος της δεκαετίας. Υπό την ηγεσία του, το συνολικό ποσοστό ιδιοκτησίας σπιτιού στις ΗΠΑ έφτασε το 69,2% το δεύτερο τετράμηνο του 2004, φτάνοντας στο υψηλότερο σημείο απ' όλες τις εποχές. Και η κατοχή κατοικιών από τις μειονότητες έφτασε κι αυτή στο σημείο ρεκόρ του 51%».

Ο μεγάλος θρίαμβος

Η θριαμβολογία του Λευκού Οίκου για την επιτυχία του προγράμματος στέγασης των μειονοτήτων απέκρυπτε μέχρι πριν από λίγο καιρό το γεγονός ότι αυτή η διεύρυνση του αριθμού των ιδιόκτητων κατοικιών δεν συνοδευόταν από κανένα μέτρο προστασίας των δανειοληπτών από επισφαλή και δυσβάστακτα δάνεια που τους πρότειναν τα πιστωτικά ιδρύματα.

Η αύξηση του αριθμού ιδιοκτητών κατοικιών θεωρήθηκε στόχος καθεαυτός. Το τελευταίο που ένοιαζε την κυβέρνηση Μπους ήταν να ελέγξει αν η πλειοψηφία αυτών των συνεχώς αυξανόμενων νέων ιδιοκτητών στέγης ήταν αποτέλεσμα αρπακτικών πιστωτών που με τις ευλογίες της κυβέρνησης έπειθαν μεγάλα τμήματα των πιο αδύναμων στρωμάτων του πληθυσμού να δανειστούν με απεχθείς όρους και να αποδεχτούν πολύπλοκα και ακριβά δάνεια, τα οποία δεν είχαν δυνατότητα να αποπληρώσουν.

Η πολιτική αυτή της κυβέρνησης Μπους δεν απέβλεπε, βέβαια, μόνο στην ανέξοδη άσκηση μιας εικονικής φιλολαϊκής πολιτικής και την κοινωνική ενσωμάτωση των νέων μειονοτήτων μεταναστών, αλλά αποτέλεσε το όχημα με το οποίο ξεπεράστηκε για τη Wall Street και τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα η αμέσως προηγούμενη κρίση, δηλαδή η κατάρρευση της φούσκας των εταιρειών του Διαδικτύου κατά το διάστημα 2000-2001.

Ο Αλαν Γκρίνσπαν μείωσε τα επιτόκια σε 1% για να αντιμετωπίσει την κρίση, κι αυτό προκάλεσε την έκρηξη των ακινήτων, εφόσον πλέον ο δανεισμός έγινε εξαιρετικά ελκυστικός και τα κεφάλαια επενδυτών και κερδοσκόπων μεταφέρθηκαν από τα χρηματιστήρια στην αγορά κατοικιών.

Το τελευταίο που ενδιέφερε τον Μπους και τους τραπεζίτες του ήταν, βέβαια, η πραγματική οικονομική αποκατάσταση των κοινωνικών αυτών στρωμάτων. Αυτό το αποδεικνύει, άλλωστε, και η επιμονή του Λευκού Οίκου να προβάλει το όνειρο της απόκτησης σπιτιού σε μια περίοδο που οι τιμές των ακινήτων είχαν εκτιναχθεί στα ύψη, ενώ για τους μη έχοντες η ενοικίαση ήταν πολύ πιο οικονομική.

Οσο για το πραγματικό αποτέλεσμα στους μειονοτικούς πληθυσμούς αυτής της εντατικής πολιτικής του κ. Μπους, δεν έχει καμιά σχέση με όσα υποτίθεται ότι αποτελούσαν στόχο του.

Οπως αναφέρει ο κ. Σαρμπάνης στην ίδια ομιλία του το Δεκέμβρη του 2006, «το χάσμα μεταξύ μαύρων και λευκών ιδιοκτητών σπιτιών δεν μειώθηκε από το 2000, ενώ τη δεκαετία του 1990 η κατάσταση είχε βελτιωθεί αισθητά. Το χάσμα μεταξύ λευκών και ισπανόφωνων συνέχισε να μειώνεται, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό απ' ό,τι τη δεκαετία του 1990. Αυτό σημαίνει βεβαίως ότι ο όγκος τού κατά κεφαλή πλούτου σε ακίνητα που συγκεντρώνουν οι μειονότητες είναι αισθητά μικρότερος από εκείνον των λευκών.

»Το χειρότερο είναι ότι τα πρόσφατα στοιχεία αποδεικνύουν μια πραγματικά δυσάρεστη ιστορία: σχεδόν το 55% των μαύρων αγοραστών κατοικιών έλαβαν στεγαστικά δάνεια υψηλού κόστους το 2005. Για τους ισπανόφωνους ο αντίστοιχος αριθμός όσων έλαβαν αυτά τα υψηλού κόστους δάνεια φτάνει στο 46%. Αντιθέτως μόνο το 17% των μη ισπανόφωνων λευκών έλαβε παρόμοια δάνεια υψηλού κόστους. Σε μελέτη της Federal Reserve εξετάστηκαν μια σειρά από άλλα στοιχεία για να εξηγηθεί αυτή η διαφορά στην αντιμετώπιση και αποδείχθηκε ότι η φυλή παίζει σημαντικό ρόλο στο πόσο πληρώνει καθένας για την ενυπόθηκη πίστη».



--------------------------------------------------------------------------------

Η πολιτική ευθύνη για τη «φούσκα»

Ο γνωστός αμερικανός οικονομολόγος και συγγραφέας Νταγκ Χένγουντ έχει αναλύσει με διεισδυτικότητα τους μηχανισμούς της Wall Street και το ρόλο της φούσκας των ακινήτων. Ο κ. Χένγουντ, ιδρυτής του αριστερού δελτίου οικονομικής πληροφόρησης «Left business observer», μάς μίλησε για τις πολιτικές διαστάσεις της κρίσης.

Ερώτηση: Ποια σχέση έχει η «φούσκα» στον τομέα της κατοικίας με την πολιτική Μπους (και εν μέρει Κλίντον) στον τομέα της στέγασης με το γνωστό «πρόγραμμα ιδιόκτητης κατοικίας» του Λευκού Οίκου;

Νταγκ Χένγουντ: Οπωσδήποτε αυτή η πολιτική ήταν ένας σοβαρός παράγοντας. Η κυβέρνηση Κλίντον προώθησε πολύ χαμηλές δόσεις στα δάνεια αγοράς ώστε να ενισχυθεί η ιδιοκτησία κατοικίας στα φτωχότερα στρώματα. Ηταν μια πολιτική που βασιζόταν στην αγορά και ήρθε να αντικαταστήσει τις πιο παραδοσιακές προσεγγίσεις, όπως είναι η κατασκευή κατοικιών από το κράτος και η επιδότηση των ενοικίων. Η κυβέρνηση Μπους ενίσχυσε αυτή την πολιτική. Φυσικά η Wall Street και η βιομηχανία του real estate συνέβαλαν σ' αυτή την κατεύθυνση με έντονους ρυθμούς και βέβαια η κυβέρνηση επί μια δεκαετία βρίσκεται στη λάθος πλευρά.

Ερ.: Ποια ήταν η επίδραση αυτής της πολιτικής στην άνιση κατανομή του πλούτου, πάντα βέβαια στο όνομα των «φτωχών», των «μειονοτήτων» κ.λπ.;

Ντ. Χ.: Η έκρηξη των κατοικιών δημιούργησε μεγάλο πλούτο στη Wall Street, αν και βέβαια ένα μέρος αυτού του πλούτου σήμερα εξατμίζεται. Και, βέβαια, αυτή η πολιτική δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει τα φτωχότερα κομμάτια της κοινωνίας. Ετσι, συνέβαλε στην ανισότητα. Με τη σειρά της, η ανισότητα βοήθησε να δημιουργηθεί το μπουμ, διότι οι μη ευκατάστατοι δανείζονταν για να αντιμετωπίσουν τους στάσιμους μισθούς, ενώ οι πλούσιοι χρειάζονταν διεξόδους για όλο το ρευστό που τους περίσσευε και το να δανείζουν όσους βρίσκονταν πιο κάτω απ' αυτούς στην κλίμακα των εισοδημάτων ήταν προσοδοφόρο για ένα μεγάλο διάστημα.

Ερ.: Ποια προβλέπετε ότι θα είναι η επίδραση της οικονομικής κρίσης στην πόλωση των εισοδημάτων;

Ντ. Χ.: Δύσκολο να το πει κανείς. Τη δεκαετία του 1930 η κατανομή των εισοδημάτων εξελίχθηκε προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης ισότητας, διότι τα εισοδήματα των πλούσιων ξεφούσκωσαν σε μεγάλο βαθμό. Αλλά όταν η ανεργία αυξηθεί ραγδαία, όπως φαίνεται ότι θα συμβεί, τότε τα εισοδήματα των φτωχότερων θα δεχτούν ένα ισχυρό χτύπημα. Η ύφεση στα μέσα της δεκαετίας του 1970 εξισορρόπησε ελαφρά την κατανομή των εισοδημάτων.

Οι κρίσεις των αρχών της δεκαετίας του 1980 και του 1990 βάθυναν το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Η ύφεση του 2001 επίσης διεύρυνε αυτό το χάσμα, ενώ και η ανάκαμψη που ακολούθησε μέχρι πριν από λίγο καιρό διεύρυνε αυτό το χάσμα ακόμα περισσότερο.



Ο χαρακτήρας της κρίσης*

Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις αποτελούν άλλοτε προάγγελο και άλλοτε αποτέλεσμα της εκδήλωσης μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Αλλοτε πάλι, η χρηματοπιστωτική κρίση εκδηλώνεται «ανεξάρτητα» από τη γενικότερη οικονομική συγκυρία (δηλαδή δεν επηρεάζει σε υπολογίσιμο βαθμό το ύψος της κερδοφορίας και το επίπεδο απασχόλησης των «παραγωγικών συντελεστών» στους άλλους τομείς της οικονομίας πέραν της χρηματοπιστωτικής σφαίρας ή κάποιων επιμέρους περιοχών της). Αυτό συνέβη με τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση τον Οκτώβριο 1987, όταν κατέρρευσαν οι τιμές των μετοχών στη Wall Street και τα διεθνή χρηματιστήρια, δίνοντας την ευκαιρία στον έγκυρο διεθνή οικονομικό τύπο να μιλήσει για «επιστροφή στο 1929 και τη μεγάλη ύφεση», αλλά και στις περισσότερες από τις 117 χρηματοπιστωτικές κρίσεις που καταγράφονται από το 1974 έως το 2002.

Κάθε χρηματοπιστωτική κρίση πρέπει να μελετηθεί τόσο σε αναφορά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της όσο και σε σχέση με την αλληλεπίδρασή της με τις άλλες σφαίρες οικονομικής δραστηριότητας και τη γενικότερη οικονομική συγκυρία. Αντίθετα, για να κατανοήσει κανείς τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι γόνιμη η γενική αναφορά στην «κερδοσκοπία» της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Αλλωστε, κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα είναι «κερδοσκοπική», κάθε «προκαταβολή» κεφαλαίου έχει σκοπό το μέγιστο δυνατό κέρδος, ενώ η επιλογή της μιας ή της άλλης σφαίρας οικονομικής δραστηριότητας (της βιομηχανικής παραγωγής, του εμπορίου, του τραπεζικού κλάδου, του χρηματιστηρίου) είναι απλώς το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

Το κεφάλαιο μεταναστεύει διαρκώς από τον ένα τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας στον άλλο, αυξάνει ή μειώνει την εμπλοκή του στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, επιλέγει ανάμεσα στην παραγωγή του ενός ή του άλλου εμπορεύματος (π.χ., μια βιομηχανία εμφιάλωσης μη αλκοολούχων ποτών ανάμεσα στην αύξηση ή τη μείωση της παραγωγής χυμών, μεταλλικού νερού κ.ο.κ.) με μόνο κριτήριο την εξυπηρέτηση του σκοπού της αυξημένης κερδοφορίας. Η αναφορά στην «κερδοσκοπία» ή η επίκληση της κεϋνσιανής έμπνευσης υποτιθέμενης διχοτομίας ανάμεσα στην «πραγματική οικονομία» και τον «καπιταλισμό-καζίνο» (της χρηματοπιστωτικής σφαίρας) ελάχιστα έχει να προσφέρει στην κατανόηση των ιδιαίτερων μηχανισμών από τους οποίους προκύπτει η κάθε συγκεκριμένη χρηματοπιστωτική κρίση.

Διότι, ας το επαναλάβουμε, οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι ίδιες. Η κρίση του 1987 προέκυψε από την κατάρρευση των προσδοκιών ανάκαμψης της αμερικανικής και διεθνούς οικονομίας, η οποία μετατράπηκε σε χρηματιστηριακό πανικό. Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις στη Νοτιοανατολική Ασία (1997-98), στη Ρωσία (1998), στη Βραζιλία (1998-99), στην Τουρκία (2001) και στην Αργεντινή (2001) συνδέονταν με τη φιλελευθεροποίηση των διεθνών συναλλαγών και του τραπεζικού συστήματος, τη διόγκωση του δημόσιου χρέους και την κάμψη των ρυθμών ανάπτυξης, και τελικώς την κρίση της συναλλαγματικής ισοτιμίας που μετεξελίχθηκε σε χρηματοπιστωτική και τραπεζική κρίση με ιδιαίτερα οξείες επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

Αντίθετα, η παρούσα κρίση που πλήττει τον διεθνή τραπεζικό τομέα με επίκεντρο τις ΗΠΑ συνδέεται με την ανάπτυξη μιας κατηγορίας πιστωτικών παραγώγων, που προκύπτουν από τιτλοποίηση χρεών, που χρησιμοποιούν άλλα χρέη ως εγγύηση (Collateralized Debt Obligations, CDO). Τα παράγωγα αυτά συνιστούν συμφωνίες ομαδοποίησης και τιτλοποίησης χρεών που συνάπτονται στην αγορά στεγαστικών ενυπόθηκων δανείων και στοχεύουν στην κατηγοριοποίηση και διασπορά του πιστωτικού κινδύνου αυτών των δανείων.

Αυτό που έφερε στην επιφάνεια η παρούσα κρίση είναι ότι η διαδικασία αυτή διασποράς του πιστωτικού κινδύνου, στο γενικότερο πλαίσιο έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και στροφής τους από τις επιχειρήσεις προς το «πλατύ κοινό» (καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια), λειτούργησε ως εφαλτήριο για τις τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο να συνάπτουν δάνεια όλο και χαμηλότερης φερεγγυότητας. Καθώς με την αλλαγή της οικονομικής συγκυρίας αυξανόταν δραματικά το ποσοστό αυτών των ενυπόθηκων δανείων που δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν, κατέρρεαν και οι τιμές των παράγωγων τίτλων, με αποτέλεσμα ό,τι σχεδιάστηκε ως διασπορά του χρηματοπιστωτικού κινδύνου να λειτουργεί πλέον ως διάχυση της κρίσης στο αμερικανικό και διεθνές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα.

(*) Απόσπασμα από τη μελέτη των Σπ. Λαπατσιώρα και Γ. Μηλιού «Χρηματοπιστωτική κρίση και "οικονομική ρύθμιση"», που δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Θέσεις» (τ. 103 και 104 του 2008).

πηγή: www.iospress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: