28 Σεπτεμβρίου 2008

Άρθρα εφημερίδων για την οικονομική κρίση στις ΗΠΑ -Συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία



Το παρασκήνιο της εμπλοκής του σχεδίου Πόλσον

Διαβεβαιωσεις για έγκριση του προγράμματος διάσωσης μέχρι την τελευταία στιγμή – Η στάση των Ρεπουμπλικανών
International Herald Tribune


Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους έσπευσε να δεσμευτεί με μια άμεση έγκριση του επίμαχου πακέτου διάσωσης του χρηματοπιστωτικού κλάδου. «Το πακέτο θα ψηφιστεί. Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί θα φανούν αντάξιοι των περιστάσεων και να περάσουμε το νομοσχέδιο», δήλωσε την Παρασκευή ο πρόεδρος των ΗΠΑ, μια ημέρα μετά την επεισοδιακή κατάρρευση των διαβουλεύσεων στον Λευκό Οίκο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συγκρατηθεί η αρχική πτώση που αναμενόταν στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Στην Ευρωζώνη τα χρηματιστήρια έκλεισαν με πτώση 1,58%. Μικρή ενίσχυση σημείωσε το ευρώ στα 1,4612 δολάρια, ενώ πτώση 2% παρουσίασε η τιμή του αργού που διαμορφώθηκε στα 105,90 δολάρια το βαρέλι.
Εξίσου καθησυχαστικός ήταν και ο Χάρι Ριντ, επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία. Δήλωσε πως το Κογκρέσο δεν θα διακόψει τις εργασίες εν όψει των προεδρικών εκλογών στις αρχές Νοεμβρίου ούτως ώστε να δοθεί το πράσινο φως σε μέτρα της τάξεως των 700 δισ. δολαρίων. Μέχρι το βράδυ της Πέμπτης, 25 Σεπτεμβρίου, αναμενόταν η άμεση έγκριση του νομοσχεδίου, με τον Δημοκρατικό Κρίστοφερ Ντοντ και επικεφαλής της Επιτροπής Τραπεζικών Υποθέσεων στο Κογκρέσο να δηλώνει πως και τα δύο κόμματα είχαν καταλήξει στις βασικές αρχές του. Μέχρι τότε, η Ουάσιγκτον και ειδικότερα ο υπουργός Οικονομικών Χένρι Πόλσον ήλπιζε να θέσει τέλος στη βαθιά πιστωτική κρίση που ταλαιπωρεί τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο από πέρυσι το καλοκαίρι. Η συνάντηση μεταξύ του Αμερικανού προέδρου, του κ. Πόλσον, της Νάνσι Πελόζι, προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, του κ. Μακέιν και του υποψηφίου των Δημοκρατικών, Μπαράκ Ομπάμα κατέληξε σε λεκτικές αντιπαραθέσεις.
Ο κ. Πόλσον παρακαλούσε γονατιστός την κ. Πελόζι, ζητώντας την αρωγή της. Κάτι τέτοιο είναι σπάνιο να συμβεί στην Ουάσιγκτον, δηλαδή μία κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση να ναυαγεί και η αποτυχία αυτή να γνωστοποιείται στο κοινό μαζί με όλα τα παραλειπόμενα. Το μεσημέρι της Πέμπτης στις ΗΠΑ εκπρόσωποι αμφοτέρων των κομμάτων έκαναν δηλώσεις, χαιρετίζοντας την κατ' αρχήν συμφωνία τους για τα μέτρα εξυγίανσης του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Τόνισαν, συγκεκριμένα, ότι η υπό συζήτηση νομοθεσία θα δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα μιας άνευ προηγουμένου παρέμβασης, ώστε να εξαγοράσει «τοξικά» περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών. Ωστόσο, την ίδια στιγμή λίγα μέτρα πιο πέρα, ο Ρεπουμπλικανός Ερικ Κάντορ της Βιρτζίνια, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, εξέφραζε την αντίθεσή του, διανέμοντας μία εναλλακτική πρόταση για παροχή κρατικών εγγυήσεων σχετικά με τα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία (επισφαλή τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια) αντί της εξαγοράς τους με χρήματα των φορολογουμένων. Κατά τον κ. Kάντορ, oι Ρεπουμπλικανοί υπολόγιζαν στη Νάνσι Πελόζι.
Οι Ρεπουμπλικανοί της Βουλής των Αντιπροσώπων για αρκετές ημέρες εξέφραζαν την έντονη δυσαρέσκειά τους για τη σχεδιαζόμενη ευρύτατη κρατική παρέμβαση, την οποία θεωρούν ένα βήμα προς τον σοσιαλισμό. Μία ομάδα εξ αυτών υπό την καθοδήγηση του Τζον Μπένερ, του επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, συζήτησαν το ενδεχόμενο μιας διαφορετικής προσέγγισης, η οποία θα περιόριζε την εμπλοκή του κράτους και τη χρηματοδότηση του πακέτου σωτηρίας με τα χρήματα των φορολογουμένων - έτσι κατέληξαν στην παροχή εγγυήσεων για τα επισφαλή τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια. Η συμφωνία θα μπορούσε να μεταφραστεί σε νομοθεσία εντός του Σαββατοκύριακου. Ωστόσο, μόλις έκλεισαν οι πόρτες στη συνάντηση της Πέμπτης στον Λευκό Οίκο, όλα άλλαξαν. Ο συνήθως ήπιων τόνων Τζον Μπένερ προκάλεσε μεγάλη εκπληξη σε πολλούς συμμετέχοντες. Δήλωσε ότι δεν πρόκειται να υποστηρίξει το σχέδιο. Ο Τζον Μακέιν, του οποίου η υποστήριξη ήταν σημαντική, τελικώς δεν έλαβε θέση. Οι συζητήσεις διεκόπησαν αργά το βράδυ σε κλίμα έντονων αντιπαραθέσεων, οι οποίες συνεχίστηκαν και δημοσίως σε συνεντεύξεις Τύπου και ατομικές συνεντεύξεις.
Ο Χένρι Πόλσον ζήτησε από τη Νάνσι Πελόζι, την πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, να στηρίξει το πακέτο μέτρων των 700 δισ. δολαρίων, αν και εκείνη διευκρίνισε ότι δεν το υπονόμευσε το κόμμα της αλλά οι ομοϊδεάτες του Ρεπουμπλικανοί. Από την πλευρά του, ο Κ. Ντοντ αποκήρυξε τη συνάντηση, χαρακτηρίζοντάς την ως σχέδιο διάσωσης του Τζον Μακέιν και απώλεια πολύτιμου χρόνου.
Οι Ρεπουμπλικανοί, πάλι, επέρριψαν ευθύνες στους Δημοκρατικούς, επειδή αποπειράθηκαν να επισπεύσουν τη συμφωνία, παρεμποδίζοντας τον κ. Μακέιν να συμμετάσχει στις διεργασίες. Αποτέλεσμα ήταν οι Ρεπουμπλικανοί, ή τουλάχιστον μία ομάδα «ανταρτών», να επαναστατήσουν.

Οι παρεμβάσεις από το 1970 μέχρι σήμερα

Από τη δεκαετία του 1970 οι Αμερικανοί φορολογούμενοι έχουν πληρώσει ακριβά τις παρεμβάσεις με περισσότερα από 1,5 τρισ. δολάρια. Τώρα η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπαθεί να στηρίξει το χρηματοπιστωτικό σύστημα με επιπλέον 700 δισ. δολάρια.
1971. Το αμερικανικό Δημόσιο προσφέρει εγγύηση για τη χορήγηση δανείου 250 εκατ. δολαρίων προς τη Lockheed Aircraft. H κυβέρνηση γίνεται πρώτη δικαιούχος επί των περιουσιακών στοιχείων της Lockheed. Τελικά, το αμερικανικό Δημόσιο κέρδισε από την κίνηση αυτή 30 εκατ. δολάρια.
1979. Η αμερικανική κυβέρνηση προσέφερε εγγυήσεις σε δάνεια 1,2 δισ. δολαρίων προς την Chrysler. Ως αντάλλαγμα το Δημόσιο αποκτά δικαίωμα αγοράς 14,4 εκατ. μετοχών της εταιρείας. Προέκυψε κέρδος 311 εκατ. δολαρίων.
1984. Οι ΗΠΑ προσφέρουν πιστώσεις στην Continental Illinois ύψους 4,5 δισ. δολ. μέσω 16 τραπεζών. Τα ανενεργά δάνεια μεταβιβάζονται στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Σικάγου ως εγγύηση. Το τελικό κόστος ανήλθε σε 800 εκατ. δολ. μετά την πώληση των δανείων.
1988. Η Farm Credit System κατάφερε να πουλήσει τα ομόλογά της ύψους 4 δισ. δολ., αφού το Δημόσιο προσέφερε εγγύηση. Το τελικό κόστος ανήλθε σε 2,5 δισ. δολ.
1989. Δισεκατομμύρια δολάρια διοχετεύθηκαν σε καταθετικούς λογαριασμούς από την κυβέρνηση των ΗΠΑ κατά την κρίση των αποταμιευτικών τραπεζών το 1989. Η κυβερνητική στήριξη είχε ως αποτέλεσμα να ανακτηθούν περίπου 200 δισ. δολ., ενώ το τελικό κόστος συμπεριλαμβανομένων των τόκων ανήλθε σε 480,9 δισ. δολάρια.
2001. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ προχώρησε σε ενέσεις 5 δισ. δολ. κατά την κρίση που ακολούθησε τα τρομοκρατικά χτυπήματα στη Νέα Υόρκη της 11ης Σεπτμεβρίου. Παράλληλα, το αμερικανικό Δημόσιο προσέφερε εγγυήσεις ύψους 1,56 δισ. δολ. προς τις αεροπορικές εταιρείες για τη χορήγηση δανείων. Το κέρδος υπολογίζεται σε 350 εκατ. δολ. από προμήθειες και πωλήσεις μετοχών.
2008. Ισως το πιο «δαπανηρό» έτος των τελευταίων 40 ετών και για ορισμένους αναλυτές των τελευταίων 100 ετών. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ από τον Μάρτιο του 2008 με τη στήριξη της εξαγοράς της Bear Stearns από την JPMorgan μέχρι τη διάσωση της AIG έχει προσφέρει περίπου 1 τρισ. δολ.
Λεωνιδας Στεργιου


Τέσσερις εξαγορές σε δεκαπέντε ημέρες στις ΗΠΑ

Της Ζωρζετ Ζολωτα

Η κατάρρευση της Washington Mutual (WaMu) σφραγίζει το τέλος ενός εφιαλτικού μήνα για τις αμερικανικές τράπεζες και την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους, ισοπεδώνοντας, ταυτόχρονα, το κύρος της Γουόλ Στριτ. Η δωδεκάμηνη και πλέον πιστωτική κρίση εξολόθρευσε τη μεγαλύτερη στεγαστική τράπεζα των ΗΠΑ.

Το βράδυ της Πέμπτης, η WaMu κατέκτησε τον «τίτλο» της μεγαλύτερης χρεοκοπίας στην οικονομική ιστορία της χώρας και επισκιάσε αυτήν της Continental Illinois, προ 14ετίας. Είχε προηγηθεί η κατάρρευση της Lehman Brothers, η κρατικοποίηση των κολοσσών Fannie Mae, Freddie Mac και American International Group (AIG) και η μεταμόρφωση των Goldman Sachs και Μorgan Stanley από επενδυτικές σε εμπορικές τράπεζες. Οι ιαπωνικές Mitsubishi UFJ Financial και Nomura αναδεικνύονται πλέον ως λευκοί ιππότες, επενδύοντας στην Godman Sachs και σε μονάδες της Lehman, αντίστοιχα.
Τον ίδιο ρόλο αναλαμβάνει για δεύτερη φορά η JPMorgan, μετά την προ επταμήνου εξαγορά της Bear Stearns έναντι δύο δολαρίων ανά μετοχή, μια συμφωνία που δεν θα πραγματοποιούσε δίχως τις εγγυήσεις της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ.
(πηγή εφημ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

Ομοιότητες και διαφορές με το κραχ του '29

Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΦΙΛΙΠΠΑ*



Πολλοί αναλυτές και οικονομολόγοι παρομοιάζουν την τρέχουσα πολύπλοκη κρίση που διανύουμε με την αντίστοιχη του 1929. Παρά το γεγονός ότι τα σημερινά δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά του 1929, είναι βέβαιο ότι σε κάθε μεγάλη κρίση υπάρχουν ορισμένα κοινά στοιχεία. Ας δούμε, λοιπόν, για ιστορικούς κυρίως λόγους τα βασικά στοιχεία της μεγαλύτερης κρίσης όλων των εποχών των αγορών χρήματος και κεφαλαίου.

Η εντυπωσιακή άνοδος της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς της δεκαετίας του 1920 θεωρήθηκε σημάδι μιας νέας εποχής λόγω των θετικών οικονομικών θεμελιωδών μεγεθών. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης προέβαλαν τη δημιουργία του Federal Reserve το 1913, τις πολιτικές που υιοθετήθηκαν ανάμεσα στις οποίες και το ελεύθερο εμπόριο, τα αντιπληθωριστικά μέτρα και οι εταιρικές εξελίξεις (αύξηση παραγωγικότητας, εκτεταμένη έρευνα και ανάπτυξη κ.λπ.).

Στην πραγματικότητα ο καθοριστικός παράγοντας της αύξησης του πληθωρισμού αλλά και της μετέπειτα χρηματιστηριακής φούσκας ήταν ο εκτεταμένος δανεισμός, τόσο από ιδιώτες όσο και από επιχειρήσεις. Ολόκληρη η δεκαετία χαρακτηρίστηκε από σημαντική επέκταση της καταναλωτικής πίστης, την οποία οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν για να χρηματοδοτήσουν την αγορά προϊόντων. Οι καταναλωτές αξιοποιούσαν αυτά τα χρήματα για την αγορά μετοχών.

Καθώς ο χρηματιστηριακός δείκτης Dow Jones Industrial Average ανέβαινε συνεχώς, πολλοί έσπευσαν να αγοράσουν μετοχές. Οι τίτλοι θεωρούντο εξαιρετικά ασφαλείς από τους περισσότερους οικονομολόγους λόγω της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Πολύ σύντομα, οι επενδυτές άρχισαν να δανείζονται ώστε να αυξήσουν τα πιθανά κέρδη, αλλά ανέλαβαν ταυτόχρονα και ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους. Με αυτόν τον τρόπο, εάν μια μετοχή έπεφτε πάρα πολύ, ο επενδυτής κινδύνευε όχι μόνο να χάσει όλο του το κεφάλαιο αλλά και να χρωστάει χρήματα.

Από το 1921 μέχρι το 1929, ο δείκτης Dow Jones εκτοξεύτηκε από τις 60 στις 400 σχεδόν μονάδες, δημιουργώντας πλήθος εκατομμυριούχων επενδυτών (wealth effect)! Πολύ σύντομα η επένδυση σε μετοχικούς τίτλους έγινε το αγαπημένο χόμπι των Αμερικανών, οι οποίοι έβαζαν ενέχυρο τα σπίτια τους και επένδυαν τις αποταμιεύσεις μιας ζωής στις λεγόμενες «hot stocks», όπως οι μετοχές της Ford. Για τον μέσο επενδυτή, οι μετοχές αποτελούσαν πλέον μια ασφαλή επένδυση. Λίγοι ήταν αυτοί που όντως μελετούσαν τα θεμελιώδη μεγέθη των εταιρειών στις οποίες επένδυαν τη στιγμή που χιλιάδες εταιρείες είχαν δημιουργηθεί για να τους ξεγελάσουν. Οι περισσότεροι θεωρούσαν «λανθασμένα» ότι μια κρίση ήταν απίθανο να συμβεί και θεωρούσαν ότι η χρηματιστηριακή αγορά θα ανέβαινε συνεχώς.

Μέχρι το 1929, η Fed αύξησε αρκετές φορές τα επιτόκια προσπαθώντας να συγκρατήσει την εκρηκτική άνοδο του χρηματιστηρίου. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1929 ο Dow Jones έφτασε στο ανώτερο επίπεδό του (381,17 μονάδες). Στις 24 Οκτωβρίου 1929, ημέρα που έγινε γνωστή ως «Black Thursday» (Μαύρη Πέμπτη), ξεκίνησε η σημαντική πτώση της χρηματιστηριακής αγοράς γνωστή ως «Crash of 1929». Περίπου 13 εκατ. μετοχές τέθηκαν υπό διαπραγμάτευση εκείνη την ημέρα καθώς οι επενδυτές κυριεύθηκαν από πανικό αντιλαμβανόμενοι ότι η ανάπτυξη του χρηματιστηρίου δεν ήταν παρά μια φούσκα.

Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου, ο Dow Jones έπεσε κατά 12,82% και κατά 11,73% στις 29 Οκτωβρίου όταν διακινήθηκαν 16,5 εκατ. μετοχές. Οι επενδυτές που είχαν χρησιμοποιήσει δανεισμό (μόχλευση), οι λεγόμενοι «Margin investors» καταστράφηκαν λόγω των μαζικών ρευστοποιήσεων και χρεοκόπησαν άμεσα. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1929, ο Dow Jones βυθίστηκε από το επίπεδο των 400 μονάδων στις 145 μονάδες. Μέσα σε 3 ημέρες το New York Stock Exchange έχασε πάνω από 5 δισ. δολάρια χρηματιστηριακή αξία μετοχών και μέχρι το τέλος της κρίσης η κεφαλαιοποίηση μειώθηκε κατά 16 δισ. δολάρια.

Η κρίση του 1929 ήταν ιδιαίτερα σφοδρή και απότομη. Η Fed διατήρησε την περιοριστική νομισματική πολιτική (υψηλά επιτόκια) βυθίζοντας την οικονομία σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση. Η πτώση συνεχίστηκε και η δυσχέρεια του χρηματοοικονομικού συστήματος οδήγησε σε υψηλότατα πριμ κινδύνου.

Η ύφεση που ακολούθησε ήταν παρατεταμένη (Great Depression) με τον Dow Jones να συνεχίζει να σημειώνει σημαντικές απώλειες. Ακολούθησε μεγάλη φτώχεια, καθώς πολλοί εργάτες έχασαν τις δουλειές τους και αναγκάστηκαν να ζουν σε παραγκουπόλεις. Πάλαι ποτέ ισχυροί επιχειρηματίες έφτασαν να πωλούν μήλα και στιλό στις γωνίες των δρόμων. Το 1/3 των Αμερικανών ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας!


Μετά το χάος που επικράτησε τον Οκτώβριο του 1929 η αγορά ανέκαμψε λίγο μέχρι την άνοιξη του 1930 πριν ακολουθήσει και πάλι καθοδική πορεία στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ο Dow Jones ξεπέρασε τα υψηλά επίπεδα του 1929 έπειτα από 26 χρόνια, το 1955.

Η κατάσταση έγινε ακόμη χειρότερη από το γεγονός ότι οι τράπεζες είχαν επενδύσει τις καταθέσεις τους στη χρηματιστηριακή αγορά και πολλές από αυτές έχασαν τα χρήματα των καταθετών τους! Ως εκ τούτου, πολλές τράπεζες έκλεισαν όταν οι καταθέτες έσπευσαν να αποσύρουν όλα τα χρήματά τους, με αποτέλεσμα να υπάρξει αδυναμία εξυπηρέτησής τους, εντείνοντας ακόμη περισσότερο την πτωτική αγορά, καθώς χάθηκαν 140 δισ. δολάρια καταθέσεων και πτώχευσαν 10.000 τράπεζες. Πολλοί χρεοκοπημένοι κερδοσκόποι, οι οποίοι αποτελούσαν την παλιά αριστοκρατία, αυτοκτόνησαν.

Παρ' όλα αυτά, η χρηματιστηριακή κρίση του 1929 ήταν για κάποιους ευνοϊκή. Ιστορικό είναι το παράδειγμα του Joseph Kennedy, πατέρα του John F. Kennedy, ο οποίος πούλησε τις μετοχές του πριν από την κρίση και σημείωσε εκατομμύρια κέρδη, επειδή άκουσε κάποιον λούστρο και άλλους αμύητους επενδυτές να έχουν άποψη για την πορεία των μετοχών.

Η χρηματιστηριακή κρίση του 1929 παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με κάθε άλλη χρηματιστηριακή φούσκα, όπως της εγχώριας του 1999 ή της κρίσης που τώρα βιώνουμε. Η υπερβολική ευφορία, ο μεγάλος δανεισμός είτε των επενδυτών είτε των επιχειρήσεων, η απληστία, οι μη ορθολογικές προσδοκίες και η έλλειψη γνώσης πάντα θα οδηγούν σε καταστροφικές χρηματοοικονομικές κρίσεις.

Το νέο στοιχείο που διαφοροποιεί την πρόσφατη κρίση από τις παρελθούσες είναι η χαλάρωση των εγχώριων θεσμικών και άλλων χρηματοπιστωτικών περιορισμών, αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε «domino effect», συμπαρασύροντας στην κρίση και άλλες χρηματιστηριακές αγορές τόσο των ανεπτυγμένων όσο και των αναδυόμενων αγορών.

* Ο Ν. ΦΙΛΙΠΠΑΣ είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς.


ΗΠΑ: Η κρίση φέρνει αύξηση εξοπλισμών

Του Κ. ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ



Στις προτελευταίες δημοσκοπήσεις, οι Αμερικανοί έδωσαν σαφές προβάδισμα στον συντηρητικό Μακέιν και όλοι σχεδόν οι αναλυτές απέδωσαν την μεταστροφή των εκλογικών προτιμήσεων στο φαινόμενο Πέιλιν, τη δυναμική υποψήφια αντιπρόεδρο από την Αλάσκα. Κανείς, ωστόσο, δεν πρόσεξε ότι η άνοδος του Μακέιν συνοδεύτηκε από την ανάκαμψη του δολαρίου κατά 12% στο ίδιο περίπου διάστημα.

Ηταν, άραγε, τόσο επιφανειακοί στην κρίση τους οι Αμερικανοί ή κάτι άλλο συνέβαινε; Την απάντηση έδωσε η πρόσφατη αναζωπύρωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο κίνδυνος των τραπεζικών χρεοκοπιών και οι κυβερνητικές αρωγές 1,8 τρισ. για την αποτροπή του, που είχε ως αποτέλεσμα μία νέα κάμψη του δολαρίου κατά 5% μέσα σε λίγες μέρες: ο Ομπάμα ανέκαμψε ηγούμενος του Μακέιν ως ο πλέον κατάλληλος να διαχειρισθεί την κρίση.

Αποδείχθηκε, δηλαδή, ότι το τελικό κριτήριο των Αμερικανών είναι η αντιμετώπιση της κρίσης που πλήττει τα εισοδήματά τους και την οποία ορθά αποδίδουν στις πολιτικές του εύκολου χρήματος και των κρατικών ελλειμμάτων της συντηρητικής κυβέρνησης. Αποδείχθηκε ακόμη πόσο πρόσκαιρη και αναποτελεσματική ήταν η συντονισμένη προσπάθεια που καταβλήθηκε από την αμερικανική χρηματιστηριακή ελίτ (τη Fed, το τραπεζικό καρτέλ και το plunge protection team), τα κρατικά funds (sovereign wealth funds ή SWF) των Αράβων της Μ. Ανατολής και ενδεχομένως της Ε.Ε. και της Κίνας για την ανάκαμψη του δολαρίου και την κατακρήμνιση των τιμών των εμπορευμάτων και του πληθωρισμού.

Προσπάθεια που διευκολύνθηκε από την κρίση στον Καύκασο και τη φυγή επενδυτών από Ρωσία και Ευρώπη προς το «ασφαλές καταφύγιο» των δολαριακών τίτλων και η οποία είχε διαφορετικά εθνικά κίνητρα: η Ε.Ε. ήθελε να δώσει νέα εξαγωγική πνοή στην ασθμαίνουσα οικονομία της, η Κίνα να μειώσει τις τιμές των εμπορευμάτων που εισάγει, ενώ ΗΠΑ και αραβικά βασίλεια επιθυμούσαν την αναπτέρωση του ηθικού των αμερικανών καταναλωτών προκειμένου να επανεκλεγεί ο Μακέιν ο οποίος θεωρείται άξιος συνεχιστής της στρατιωτικής πολιτικής Μπους στο Ιράκ και μόνη σίγουρη πηγή ασφάλειας για τους σεΐχηδες της Μ. Ανατολής.

Ομως οι ισχυροί της χειραγώγησης των αγορών υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Ετσι, παρά τη συνδυασμένη νομισματική παρέμβαση υπέρ του δολαρίου από τα SWF (1,7 δισ. δολ. η ισχύς αυτών της Μ. Ανατολής, 1 δισ. της Κίνας), η χρηματοπιστωτική κρίση ανέτρεψε μία ακόμη φορά τα σχέδιά τους αφού η αντιμετώπισή της με το πακέτο των κρατικών ενισχύσεων είναι τόσο πολύ πληθωριστική που δυναμιτίζει κάθε προσπάθεια στήριξης του δολαρίου και του Μακέιν. Μέσα σε λίγες μέρες, το πετρέλαιο ανέκαμψε 22% έως 33% (από 90 σε 110-120 δολ.), ο χρυσός 20% (από 750% σε 900% περίπου) και ο δείκτης εμπορευμάτων CRB ανέκαμψε 10%.

Πράγματι, με το αμερικανικό Δημόσιο ελλειμματικό (κατά 450 δισ. φέτος) και υπερχρεωμένο (10 τρισ. χρέος το 50% του οποίου αφορά ξένους επενδυτές) είναι επόμενο οι πρόσθετες κρατικές δαπάνες που γεννοβολούν οι επιχειρήσεις διάσωσης συνολικού ύψους 1,8 τρισ. (μέχρι στιγμής) να αντιμετωπίζονται μόνον με έκδοση νέου πληθωριστικού χρήματος.

Πολύ περισσότερο που τα προγράμματα των δύο υποψηφίων για την προεδρία υπόσχονται φορολογικές απαλλαγές, ενώ οι ξένοι επενδυτές ήδη γυρνούν την πλάτη στο δολάριο και τα αμερικανικά ομόλογα και δεν πρόκειται να δελεασθούν παρά μόνον αν αυξηθούν δραστικά τα επιτόκια (οπότε αλίμονο στην αγορά ακινήτων και την οικονομία). Είναι χαρακτηριστικές επ' αυτού οι κινεζικές αντιδράσεις στην κρίση της Wall Street: τα κρατικά πρακτορεία ειδήσεων China Finance, China News και Chaobao Financial News απέδωσαν από κοινού το κύμα κρατικοποιήσεων στις ΗΠΑ στην προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να διευρύνει τον έλεγχό της στην παγκόσμια οικονομία και καυτηρίασαν τις παρεμβάσεις διάσωσης ως πληθωριστικές που επιδεινώνουν το οικονομικό περιβάλλον και οδηγούν στην υποτίμηση του δολαρίου, κάτι που αντιβαίνει στα συμφέροντα της Κίνας η οποία αποτελεί τον κάτοχο των μεγαλύτερων συναλλαγματικών αποθεμάτων στον κόσμο σε δολάρια.

Ορισμένοι πιθανολογούν ότι η τρέχουσα πιστωτική και η συνακόλουθη δημοσιονομική κρίση θα οδηγήσουν τις ΗΠΑ σε μείωση των πολεμικών δαπανών και σε επιτάχυνση της απόσυρσης από το Ιράκ. Μάλλον αυταπατώνται. Μπορεί να μειωθούν οι δαπάνες για την υγεία, την εκπαίδευση ή την κοινωνική ασφάλιση, όχι όμως για την άμυνα. Το 2007-2008 οι στρατιωτικές δαπάνες εκτινάχθηκαν σε ύψη ρεκόρ παγκοσμίως, όμως το 50% αφορά εξοπλιστικές δαπάνες των ΗΠΑ. Μόνο το 2008, οι ΗΠΑ δαπανούν σε εξοπλισμούς περισσότερα απ' όσα διέθεσε συνολικά η ανθρωπότητα στην Αφρική για οικονομική βοήθεια στην ιστορία της. Ο πόλεμος στο Ιράκ «πουλήθηκε» στους αμερικανούς πολίτες με την πρόβλεψη ενός ετήσιου κόστους 50 δισ. δολ. Φέτος θα φθάσει τα 750 δισ., το 2009 το 1 τρισ. και ο νομπελίστας καθηγητής J. Stiglitz προβλέπει πως το τελικό κόστος του πολέμου στο Ιράκ θα ξεπεράσει τα 3 τρισ.

Βεβαίως και κατά τη στασιμοπληθωριστική δεκαετία του '70 είχαμε αύξηση στρατιωτικών δαπανών, αλλά ο πόλεμος περιορίστηκε σε περιφερειακό επίπεδο (Μ. Ανατολή, Ιράν-Ιράκ). Οπως, όμως, επισημαίνει ο διάσημος καθηγητής J. Sachs, η διαφορά από τότε είναι πως ο παγκόσμιος πληθυσμός από 4 δισ. ανήλθε σήμερα σε 6,7 δισ. και προστίθενται 75 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο με συνέπεια η πίεση πάνω στους φυσικούς και ενεργειακούς πόρους να αυξάνει κατακόρυφα. Η αναδιανομή της παγκόσμιας πίτας δεν μπορεί να γίνει χωρίς σκληρό ανταγωνισμό.

Ακριβώς, δε, επειδή μειώνεται η οικονομική και νομισματική ισχύς των ΗΠΑ εξαιτίας της κρίσης, θα επιδιωχθεί η αύξηση της στρατιωτικής και τεχνολογικής των ισχύος. Η αμερικανική ηγεμονία μπορεί να παρακμάζει, όμως καμία ηγεμονία δεν παρέδωσε τα σκήπτρα αμαχητί. Πολύ περισσότερο που το οικονομικό μέλλον κάθε χώρας σήμερα εξαρτάται από την πρόσβαση και των έλεγχο των σπανιζόντων φυσικών (τρόφιμα, νερό, μέταλλα) και ενεργειακών πόρων και αγωγών τους.

Σημαίνουν όλα αυτά πόλεμο; Οχι απαραιτήτως. Ομως η κούρσα των εξοπλισμών, οι εξελίξεις στον Καύκασο και η επίσημη έναρξη ενός νέου ψυχρού πολέμου ΗΠΑ-Ρωσίας σε μία περίοδο που οι ενεργειακοί πόροι σπανίζουν και νέες οικονομικές δυνάμεις (Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία, Ινδία) διεκδικούν δίκαια μία ισότιμη θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας και του πλούτου, συνηγορούν υπέρ μιας ή περισσοτέρων στρατιωτικών συγκρούσεων στο εγγύς μέλλον. Ας ελπίσουμε να είναι ελεγχόμενες και η αναγκαστικά χρονοβόρα μετάβαση σε έναν πολυπολικό κόσμο να μην υπερβάλλει σε ανθρώπινο κόστος...
πηγή ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ


700 δισ... θρύψαλα η παγκόσμια οικονομία

Ιδιαίτερα αχνό είναι το φως που διαφαίνεται στην άκρη του χρηματοπιστωτικού τούνελ μετά και τις τελευταίες δραματικές εξελίξεις:
Μία ακόμη τράπεζα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Washington Mutual, κατέβασε ρολά, ενώ στον «αέρα» βρέθηκαν οι διαπραγματεύσεις στο Κογκρέσο για το περιβόητο σχέδιο διάσωσης της οικονομίας με 700 δισ. δολάρια μετά την αποχώρηση των Ρεπουμπλικάνων από την ευρεία σύσκεψη, γεγονός που προκάλεσε πανικό στους Δημοκρατικούς
Κατέρρευσε
Ένα ακόμη... κανόνι τάραξε, εν τω μεταξύ, τα χρηματιστηριακά ύδατα: η ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ελέγχου Οικονομίας αποφάσισε το κλείσιμο της Washington Mutual, έναν από τους μεγαλύτερους οργανισμούς αποταμιεύσεων και δανείων, καθώς, όπως ανακοινώθηκε, «με ανεπαρκή ρευστότητα για την κάλυψη των υποχρεώσεών της η WaMu βρέθηκε σε μη ασφαλή θέση λειτουργίας».
Εκμεταλλευόμενη τις εξελίξεις, η «νούμερο 3» αμερικανική τράπεζα J.P. Morgan Chase έσπευσε να εξαγοράσει μέρος του μετοχικού της WaMu έναντι 1,9 δισ. δολαρίων.
Η κίνηση αυτή εξυπηρετεί, εξάλλου, το στόχο που έθεσε ο διοικητής του μεγάλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, Τζέιμι Ντάιμον, για τη μετεξέλιξη της J.P. Morgan σε μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες στις ΗΠΑ. Επιτεύχθηκε δε, μόλις τέσσερις μήνες μετά την εξαγορά της επενδυτικής τράπεζας Bear Stearns και μάλιστα σε ιδιαιτέρως χαμηλή τιμή.
Οπως διαβεβαίωσαν οι αμερικανικές ομοσπονδιακές αρχές, η απορρόφηση δεν θα έχει επιπτώσεις στους επενδυτές και στους πελάτες της WaMu, παρόλο που πρόκειται για άλλο ένα σοβαρό δείγμα της κρίσης που μαστίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Χένρι Πόλσον:Ο καπιταλισμός δεν μπορεί χωρίς το κράτος
«Ο ωμός καπιταλισμός είναι αδιέξοδος». Οχι, η εν λόγω ρήση δεν εκστομίστηκε από κάποιον αφιονισμένο κομμουνιστή, αλλά από τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Χένρι Πόλσον, τον «πιο σημαντικό άνθρωπο στην Ουάσιγκτον», σύμφωνα με το περιοδικό «Εconomist».
Διευθύνων σύμβουλος επί σειρά ετών του χρηματοπιστωτικού κολοσσού της Goldman Sachs, ο 62χρονος Αμερικανός διακηρύττει σήμερα, καθώς πασχίζει να «σώσει οτιδήποτε αν σώζεται» από την καταρρέουσα αμερικανική οικονομία, πως «υπάρχει ρόλος για την κυβέρνηση στις σύγχρονες αγορές».
Ο ίδιος άνθρωπος ο οποίος μερικά χρόνια πριν, όντας στο τιμόνι της Goldman Sachs, προέλαυνε επιχειρηματικά στην Ασία, σήμερα επωμίζεται, θέλοντας και μη, το βάρος της κρίσης, ένα φορτίο δυσβάσταχτο το οποίο πασχίζει να ξεφορτωθεί ρίχνοντας σωσίβιο 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τη μεριά των τραπεζών. «Εγώ δεν θα τις δημιουργούσα αλλά είναι εδώ και είναι μεγάλες, δεν μπορείς απλά να τις αφήσεις να καταστραφούν», εξομολογείται ο Αμερικανός υπουργός στο περιοδικό «Fortune», αναφερόμενος στα υπό πτώχευση χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
«Στρατηγός»
Με αυτά και με αυτά, ο 62χρονος υπουργός, τον οποίο ο Τζορτζ Μπους έχει χρίσει «στρατηγό του, σε καιρό πολέμου», βρέθηκε στη μέση, δεχόμενος πυρά από παντού. Η Ρεπουμπλικανική δεξιά τον κατηγορεί πως υπονομεύει τις αρχές της ελεύθερης αγοράς και οι Δημοκρατικοί πως θέλει να σώσει τους επενδυτές «παλιόφιλούς» του με τα λεφτά των Αμερικανών φορολογουμένων.
Τα «τοξικά» χρέη φέρνουν μείωση επιτοκίων
Οι αναλυτές, θεωρούν την εξαγορά της Washington Mutual από την J.P. Morgan Chase ως ιστορικό βήμα στην προσπάθεια εκκαθάρισης του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος από τα «τοξικά» χρέη που έχει δημιουργήσει η στεγαστική πίστη.
Παρ όλα αυτά όμως το κλίμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι κάτι παραπάνω από ζοφερό με αποτέλεσμα να πληθαίνουν οι αναλυτές που θεωρούν αρκετά πιθανό το ενδεχόμενο έκτακτης μείωσης των επιτοκίων του δολαρίου ακόμη και αύριο πριν από την έναρξη της συνεδρίασης στη Γουόλ Στριτ.
«Δεν θα εκπλαγώ αν προχωρήσουν σε μείωση των επιτοκίων κατά 50% τη Δευτέρα πριν το άνοιγμα των αγορών», δήλωσε άλλωστε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής αναλυτής της Bank of Tokyo/Mitsubishi, Chris Rupkey.
Κ. ΚΟΣΜΑ, Γ. ΣΚΑΦΙΔΑΣ
(πηγή εφημερίδα ΕΘΝΟΣ)



Χρηματοπιστωτικός Σοσιαλισμός!



Μετά τις ιστορικές «εθνικοποιήσεις» των «δίδυμων πύργων» της αμερικάνικης στεγαστικής αγοράς, των Fannie Mae και Freddie Mac, το νέο «σχέδιο διάσωσης» του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι αντικείμενο σκληρών διαπραγματεύσεων, για τροποποιήσεις υπό σαφείς όρους και περιορισμούς. Λόγω του «κινδύνου» να αποδειχθεί το ακριβότερο, και άγνωστης εκ των προτέρων αξίας, bailout. Δηλαδή, την απαλλαγή από (άγνωστες) υποχρεώσεις με εκχώρηση της νομής των άγνωστης αξίας «τοξικών» χρηματοπιστωτικών τίτλων.
Η διαπραγμάτευση σκοπεί σε περιορισμό του «χρηματοπιστωτικού σοσιαλισμού» στον οποίο προσέφυγε η Wall Street. Κατ ουσίαν το αρχικό «σχέδιο διάσωσης» εφάρμοζε την σοσιαλιστική/κομμουνιστική αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Όμως στη θέση του «καθένα» ήταν μόνον χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί της Wall Street. Ενώ όπως υπογραμμίσθηκε από όλες τις πλευρές (δημοκρατικούς, ρεπουμπλικάνους, τεχνοκράτες, κ.λπ.) «εκτός από την Wall Street υπάρχει και η Main Street».
Σε όλες τις σημαντικές κρατικές παρεμβάσεις για διάσωση χρηματοπιστωτικών οργανισμών ή/ και επιχειρήσεων στην αμερικανική οικονομία, παλαιότερα, π.χ. στις περιπτώσεις Lockheed (1971), Penn Central (1974), New York City (1975,1978), Chrysler Loan Guarantee (1980), US Airlines 2001, υπήρχε εικόνα της αξίας των υποχρεώσεων και εκχωρήσεων που αναλάμβανε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Στις πρόσφατες (Bear Stearns, Fannie Mae και Freddie Mac, AIG) η κυβερνητική χρηματοοικονομική δέσμευση ήταν γνωστή, το δε τελικό κόστος/όφελος άγνωστο.
Στην περίπτωση του «σχεδίου διάσωσης» πλην της αρχικής εκτίμησης για διάθεση 700 δισ. δολαρίων, κατ ουσίαν και οι δύο πλευρές του λογαριασμού παρέμεναν άγνωστοι. Εξ ου και ο χαρακτηρισμός «χρηματοοικονομικός σοσιαλισμός στην Wall Street». Η «Συμφωνία Αρχών» που επετεύχθη στην US Senate Banking Committee ήρθε να θέσει 13 προτεραιότητες και περιορισμούς σε 4 ενότητες: α) Προστασία των Φορολογουμένων, β) Εποπτεία και Διαφάνεια, γ) Διατήρηση της ιδιόκτητης κατοικίας των πολιτών, δ) Οριοθέτηση εξουσιοδοτήσεων υπουργού Οικονομίας.
Το, μίας σελίδας, περιεκτικό κείμενο της «Συμφωνίας Αρχών» μπορεί, επίσης, να χαρακτηρισθεί «ιστορικό». Καθώς αγγίζει τα «ιερά και τα όσια» της Wall Street. Μιλά (η 1η προτεραιότητα) για μέτρα που πρέπει να λάβει ο υπουργός Οικονομικών να θέσει standards ώστε να προλάβει και περιορίσει υπερβολικές, ανάρμοστες ή άτοπες αμοιβές διευθυντικών στελεχών των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που θα «επωφεληθούν» από το «σχέδιο διάσωσης». Ή τα (περισσότερα) κέρδη να χρησιμοποιηθούν για την μείωση του χρέους.
Η «Συμφωνία Αρχών» δεν προβλέπει «λευκή επιταγή» στον υπουργό Οικονομικών Paulson. Από τα 700 δισ. δολάρια που απαιτεί το σχέδιο, τα 250 θα είναι άμεσα διαθέσιμα, το υπόλοιπα 100 μετά από αίτηση βεβαίωση της αναγκαιότητάς τους, ενώ τα «τελευταία» 350 θα είναι διαθέσιμα μετά από κοινή απόφαση του Κογκρέσου. Και έπεται συνέχεια...
Χρήστος Ιωάννου
(πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ)


Χορός του Ζαλλόγγου για τις ΗΠΑ

Το τελευταίο προπύργιο του καπιταλισμού, το ίδιο το κράτος των ΗΠΑ, απειλεί άμεσα πλέον η χρηματοπιστωτική κρίση, αφού η παρέμβαση που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Μπους για διάσωση των αγορών αυξάνει το δημόσιο χρέος της χώρας από τα 10,6 στα 11,3 τρισ. δολάρια – όσο δηλαδή ο ετήσιος προϋπολογισμός των υπουργείων Άμυνας, Παιδείας και Υγείας – και θέτει πλέον σε άμεσο κίνδυνο τη φερεγγυότητα του ίδιου του αμερικάνικου Δημοσίου!

Την απίθανη αυτή εξέλιξη προκάλεσε το γεγονός ότι οι αμερικάνικες τράπεζες απλά κινδύνευαν να κηρύξουν μαζικά... πτώχευση, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την παγκόσμια πλέον οικονομία!
Ακόμη όμως και μετά την παρέμβαση του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Χένρι Πόλσον και την ενίσχυση των αμερικάνικων τραπεζών με 700 δισ. δολάρια από τον κρατικό κορβανά, ο κίνδυνος πτώχευσης των τραπεζών και συνολικής κατάρρευσης του συστήματος δεν έχει απομακρυνθεί οριστικά!!!
Έτσι η αμερικάνικη κυβέρνηση, ύστερα από συμφωνία με το Κογκρέσο, πρόκειται να περάσει άμεσα ένα έκτακτο σχέδιο νόμου, σύμφωνα με το οποίο το κράτος θα έχει τη δυνατότητα να αγοράζει «τοξικά» ομόλογα από τις τράπεζες έναντι υπέρογκων ποσών!
Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια επιλεκτική προσέγγιση των χρηματοοικονομικών εταιρειών κατά περίπτωση, γεγονός που θα κοστίσει αρκετά ακριβά στους φορολογούμενους, αφού η αμερικάνικη κυβέρνηση, προκειμένου να σωθούν οι τράπεζες, θα αγοράσει τα χρέη που αυτές έχουν συσσωρεύσει από ενυπόθηκα δάνεια, θέτοντας έτσι σε σοβαρό κίνδυνο τα χρήματα των φορολογούμενων.
Στόχος του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ είναι τα επόμενα δύο χρόνια να δαπανήσει έως και 700 δισ. δολάρια κρατικού χρήματος «προσφέροντάς» τα σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την αγορά στεγαστικών δανείων, ομολόγων με εγγύηση στεγαστικών δανείων και εμπορικών στεγαστικών δανείων, ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση εμπιστοσύνης που μαστίζει το αμερικάνικο και το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα και να αρχίσουν ξανά οι τράπεζες να δανείζουν η μία στην άλλη.
Παράλληλα η αμερικάνικη κυβέρνηση προχωρά στη δημιουργία μιας κρατικά ελεγχόμενης εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων, η οποία θα αναλάβει, ούτε λίγο ούτε πολύ, τις απώλειες των τραπεζών από τις επενδύσεις τους σε δομημένα ομόλογα με εγγύηση στεγαστικά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης.
Τα δύσκολα είναι μπροστά...
Σύμφωνα με τους ειδικούς της αγοράς, όμως, το σχέδιο Πόλσον έχει τη δυνατότητα να λύσει μόνο κατά το ήμισυ το πρόβλημα. Δημιουργώντας έναν πρόθυμο αγοραστή για τα μη επιθυμητά πάγια, θα αντιμετωπίσει εν μέρει την εκτεταμένη πίεση στη ρευστότητα, αλλά εξακολουθεί να μην παρέχει στο ασθενικό πλέον χρηματοπιστωτικό σύστημα ικανοποιητικά κεφάλαια.
Εξάλλου θα είναι δύσκολη η εφαρμογή των κινήτρων και δεν είναι σίγουρο ότι οι τράπεζες θα θελήσουν να συμμετάσχουν, καθώς η απουσία αλλαγής στη λογιστική καταγραφή αλλά και στους ισχύοντες ρυθμιστικούς κανόνες μπορεί να αποτρέψει αρκετούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς από το να θελήσουν να συμμετάσχουν στο νέο αυτό σχέδιο.
Επιπλέον, ακόμα και το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών δεν μπορεί να αρνηθεί ότι, μόλις οι τράπεζες απαλλαγούν από τα τοξικά πάγιά τους, θα είναι μεν ευκολότερο να συγκεντρώσουν νέα κεφάλαια, όμως, σε περίπτωση που δεν τα καταφέρουν, το πιο πιθανό είναι η κυβέρνηση να χρειαστεί να ρίξει εκ νέου κεφάλαια στην αγορά... Εξάλλου η έλλειψη κεφαλαίων δεν αφορά μόνο τα τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια, γεγονός που θα αναγκάσει το υπουργείο Οικονομικών να επωμιστεί και άλλα είδη επενδύσεων. Σε αυτή την περίπτωση γίνεται σαφές ότι τα 700 δισ. δολάρια δεν επαρκούν!
Ο κίνδυνος απειλεί ακόμη και τις μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ, καθώς θα δυσκολευτούν και αυτές να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους εάν η παγκόσμια οικονομία συνεχίσει να ακολουθεί πορεία κάθετης υποχώρησης. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι αναπόφευκτο να δημιουργηθούν και περαιτέρω ζημιές στον τραπεζικό κλάδο.
Επιπλέον, εάν η αμερικάνικη κυβέρνηση αγοράσει τους αμφιλεγόμενους αυτούς τίτλους με τις τρέχουσες τιμές, θα δημιουργήσει μία μεγάλη «τρύπα» στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, η οποία αποτιμάται ότι ίσως φτάσει και τα 500 δισ. δολάρια, ενώ το κόστος της διάσωσης μπορεί να ασκήσει επιπλέον πιέσεις στον δημόσιο δανεισμό των ΗΠΑ ή ακόμη και στο ήδη ασθενικό δολάριο!
Ούτως ή άλλως πάντως οι επαΐοντες προειδοποιούν ότι, για να μάθουμε εάν το σχέδιο του Πόλσον θα έχει τελικά επιτυχία, θα πρέπει να περιμένουμε αρκετούς μήνες, ίσως και χρόνια!
Όταν λοιπόν συμβαίνουν αυτά στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, της ούτω αποκαλούμενης «υπερδύναμης», καταλαβαίνετε πόσο θα πληρώσουμε εμείς οι υπόλοιποι... «μούλοι» τα καπρίτσια και τις κονόμες των «γκόλντεν μπόις» της Γουόλ Στριτ – για να θυμηθούμε και τον γλωσσομαθή Βύρωνα...
Για την Ελλαδάρα, π.χ., πρακτικά αυτό συνεπάγεται ότι επιστρέφουμε στην προ ΟΝΕ εποχή, με πανάκριβα επιτόκια, χαμηλούς μισθούς και οικονομική αστάθεια.
Οι δε θυσίες του ελληνικού λαού για την πολυπόθητη «σύγκλιση» πάνε στον αγύριστο, που θα ’λεγε και ο άγιος Εφραίμ, βοήθειά μας...
Και μέσα σ’ όλο αυτόν τον κακό χαμό, ήλθε και ο Μεγάλος να μας καθησυχάσει ότι οι ελληνικές εποπτικές αρχές – λέει – είναι έτοιμες να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την περαιτέρω... θωράκιση της εθνικής οικονομίας και των ελληνικών νοικοκυριών μετά τη σύσκεψη που είχε με τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος και τον Αλογοσκούφη.
Λέτε αυτά να σημαίνουν και νέο πακέτο μέτρων την άνοιξη; Ή μήπως δεν αντέξουν μέχρι τότε;
(πηγή :Ποντίκι, 25.9.2008





Δύσκολοι καιροί για νεοφιλελεύθερους
SportDay / Ελευθεράτος Διονύσης

....

Πάει, χάλασε ο κόσμος –τα γράφαμε και χθες. Στην εποχή της περιλάλητης παγκοσμιοποίησης ακούς τον –τόσο μπερδεμένο από τις καταρρεύσεις επενδυτικών τραπεζών– υποψήφιο των ρεπουμπλικανών και δεν πιστεύεις στ' αυτιά σου. Νομίζεις (τρόπος του λέγειν) ότι σκοπεύει να μιμηθεί τον... Κωνσταντίνο Καραμανλή του 1976, τότε που οι Ελληνες βιομήχανοι τον κατηγορούσαν για «σοσιαλμανία»! Ακούς τον υπουργό του «βαρόνου» Μπερλουσκόνι, του κατ' εξοχήν έμψυχου συμβόλου της εποχής, που φημίζεται για την κυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής και της αγοράς επί τoy κράτους, και θαρρείς ότι διαβάζει τον λόγο κάποιου ακτιβιστή διαδηλωτή από το Σιάτλ ή τη Γένοβα. Αν γινόταν παγκόσμια σύναξη επιφανών, διάσημων νεοφιλελεύθερων που τολμούν να υπερασπιστούν ανοιχτά ό,τι πρεσβεύουν, αμφιβάλλω αν θα μαζεύονταν περισσότεροι από τους θεατές ενός παιχνιδιού του Θρασύβουλου στη Φυλή.

Για να είμαστε δίκαιοι και ακριβείς, δεν πρόκειται απλώς για διάσταση λόγων και έργων. Πρόκειται για κάτι επιπλέον. Ακόμα και συντηρητικότατες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως η γαλλική και η ιταλική, προσπαθούν να περισώσουν ένα παραδοσιακό, στοιχειώδες προνόμιο της πολιτικής εξουσίας: να βρίσκει κοινωνικά ερείσματα που δεν θα χάνονται όταν ρίξει μια κακή ζαριά ο επονομαζόμενος «καπιταλισμός–καζίνο». Να ορίζει (η πολιτική εξουσία) προτεραιότητες και να ελίσσεται, δίχως να προσκρούει στο ντουβάρι της αγοράς. Να κρατά και λίγο το πηδάλιο, όχι να άγεται και να φέρεται -κι αυτή- από τον αυτόματο πιλότο της ανεξέλεγκτης «ελεύθερης οικονομίας». Ο Σαρκοζί έχει περάσει γενεές δεκατέσσερις την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αφορμή τα επιτόκια. Η βαθύτερη αιτία είναι ότι θέλει να καθορίζει ο ίδιος την οικονομική και κοινωνική πολιτική του. Να επιλέγει το πώς, το πότε και με ποιους ακριβώς στο στόχαστρο θα μεθοδεύσει τα επόμενα χτυπήματα «κάτω από τη μέση» στο γαλλικό κοινωνικό κράτος ή ό,τι, τέλος πάντων, απομένει από αυτό. Να διαμορφώνει ο ίδιος «πολιτική ατζέντα», την οποία δεν θα ακυρώνει ούτε θα υπονομεύει η «Βίβλος της Αγοράς». Αν συγκρίνει κανείς προσεκτικά τη στάση της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι στο θέμα της Alitalia με την αντίστοιχη της ελληνικής στο κεφάλαιο της Ολυμπιακής, θα διαπιστώσει ότι –σε σχέση πάντοτε με τους δικούς μας «φωστήρες»– ο Σίλβιο μπορεί να κατηγορηθεί ακόμα και για... κρατισμό.

Γράφαμε χθες χαριτολογώντας ότι θα τρίζουν τα κόκαλα του Ρέιγκαν με αυτά που (δεν) λέει σήμερα ο Μακέιν. Μπορεί να τρίζει και η μασέλα της Θάτσερ, αλλά η ουσία είναι ότι ακόμα και το δίδυμο «Ρόναλντ – Μάργκαρετ» στις ημέρες μας ίσως συμμεριζόταν τις... παρασπονδίες τύπου Σαρκοζί και Μπερλουσκόνι. Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί;» απαιτεί την ανίχνευση ορισμένων διαφορών ανάμεσα σε βασικά χαρακτηριστικά των 80ς και στα αντίστοιχα του σύγχρονου «καπιταλισμού-καζίνο» ή «αχαλίνωτου καπιταλισμού», όπως τον χαρακτήρισε σε ένα πολυσυζητημένο, ενδιαφέρον άρθρο του («Foreign Policy», 1999) ο δημοσιογράφος Τόμας Φρίντμαν, «γκουρού» της παγκοσμιοποίησης και για ένα διάστημα σύμβουλος της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών, Μαντλίν Ολμπράιτ. Αυτό δεν είναι του παρόντος σημειώματος. «Παρούσα» ας δηλώσει, όμως, μια διαπίστωση: στα 80ς, όταν οι συνταγές της Θάτσερ είχαν απήχηση, εδώ ορισμένα παιδάκια μπουσουλούσαν στο πάρκο της ΟΝΝΕΔ μέχρι να μάθουν να περπατούν στην πολιτική. Σήμερα ως υπουργοί νομίζουν –το καταλαβαίνεις κι απ' τα λόγια τους, όχι μόνο τα έργα τους– ότι ο θατσερισμός είναι ακόμα παγκόσμια μόδα. Είναι αυτό, άραγε, κάποιο είδος πολιτικού παλιμπαιδισμού; Ομολογώ ότι δεν ξέρω και, ακόμα χειρότερα, δεν γνωρίζω ποιοι είναι αρμόδιοι να αποφανθούν: οι πολιτικοί επιστήμονες ή οι νευρολόγοι;

Εύλογα θα πει κανείς: «Μα καλά, χρειαζόταν να εξευτελιστεί πλήρως ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός με τον τωρινό κρατισμό α λα αμερικανικά, για να αποδειχθεί ότι απέτυχε; Δεν το είχε ήδη αποδείξει η προφανής διόγκωση κοινωνικών προβλημάτων και ανισοτήτων στο πεδίο δράσης και εφαρμογής του;». Σωστό ερώτημα, αλλά για (φυσιο)λογικούς ανθρώπους. Οχι για μουτζαχεντίν του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Σκεφθείτε ότι μιλάτε με ένα θρησκόληπτο: αν είναι –ας πούμε– καθολικός, ακόμα και τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου μπορεί να τη θεωρήσει θεϊκό θέλημα. Ενα μόνο πράγμα δεν θα ανεχθεί: να τον κυριεύσει ο Σατανάς. Τον Οκτώβριο του 1965 αυτοκτόνησε στη Νέα Υόρκη ο Ντάνιελ Μπάρος, «μέγας δράκος» της Κου Κλουξ Κλαν και μέλος του Αμερικανικού Ναζιστικού Κόμματος. Ούτε το αυτί του είχε ιδρώσει ούτε οι τύψεις τον έπνιξαν. Ο Μπάρος αυτοκτόνησε γιατί δεν άντεξε την ντροπή, όταν οι «New York Times» αποκάλυψαν την εβραϊκή καταγωγή του.

Για τους μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού, λοιπόν, η τωρινή «έκρηξη κρατισμού» στις ΗΠΑ αποτελεί κόλαφο ανάλογο: ό,τι είναι για τον θρησκόληπτο η παράδοσή του στον εξαποδώ, ήταν για τον Μπάρος το μίσος προς την καταγωγή του. Αλίμονο, ας μην αυτοκτονήσει κανείς. Ας σιωπήσουν, όμως, οι λίγοι που επιμένουν πως ο γάιδαρος πετάει, αν η αγορά το θέλει. Καλό θα τους κάνει.

ΥΓ.: αύριο, ένα παραμύθι για την κατάρρευση των επενδυτικών τραπεζών και ο ελληνικός, νεοφιλελεύθερος «κρατισμός».

Δεν υπάρχουν σχόλια: