29 Σεπτεμβρίου 2008

Τρεις οικονομολόγοι αναλύουν το «σχέδιο-σωσίβιο» των ΗΠΑ

Εν αναμονή το τραπεζικό σύστημα και οι αγορές διεθνώς για την πολυπόθητη λύση, για ένα σχέδιο εξόδου από τη μαινόμενη χρηματοοικονομική κρίση.

Επιμέλεια: Μάνος Χατζαντωνάκης

(πηγή ΚΗΘΗΜΕΡΙΝΗ)

Οι διαπραγματεύσεις στο αμερικανικό Κογκρέσο για το σχέδιο της κυβέρνησης Μπους για τη στήριξη του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος με 700 δισεκατομμύρια δολάρια δεν έχουν ακόμη καταφέρει να καταλήξουν σε μια απόφαση για την τύχη του. Ο χρόνος όμως λιγοστεύει, καθώς πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές, και οι διαδικασίες θα πρέπει να είναι συνοπτικές, διαφορετικά - λένε οι ειδικοί - οι επιπτώσεις της κρίσης δεν θ' αργήσουν να επεκταθούν προς πάσα κατεύθυνση, άλλως ειπείν «the end is near», με προεκτάσεις και στις πέντε ηπείρους.

Καθώς λοιπόν οι παγκόσμιες αγορές αναμένουν με κομμένη την ανάσα την έκβαση του επίμαχου σχεδίου, φοβούμενες ασφαλώς το καραδοκούν ντόμινο, τρεις Αμερικανοί οικονομολόγοι αναλύουν παρακάτω τις βαθύτερες λεπτομέρειες και την πιθανή αποτελεσματικότητα ή όχι ενός σχεδίου πρωτοφανούς κόστους - ακόμη και για την οικονομική υπερδύναμη - για την επιβίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Στήβεν Σγουόρτς, καθηγητής νομικής και επιχειρήσεων, Σχολή Νομικής Πανεπιστημίου Duke

Η πρόταση του υπουργείου Οικονομικών να χρησιμοποιήσει δημόσιο χρήμα για την αγορά χρεογράφων με ενυπόθηκη εξασφάλιση που τηρούν τα χρηματοοικονομικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι πιθανόν να «αφοπλίσει» την χρηματοοικονομική κρίση, αλλά με μεγάλο κόστος για τους φορολογούμενους πολίτες που δυστυχώς θα υπερβολικά αυξημένο, τη στιγμή που θα μπορούσε να είναι πολύ χαμηλότερο εάν είχαν γίνει οι κατάλληλες κινήσεις όταν ξεκινούσε η κατάρρευση των αγορών. Η πρόταση του υπουργείου Οικονομικών είναι ωστόσο σύμφωνη με την πρώτη σοβαρή προσπάθεια της κυβέρνησης - που ανακοινώθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου, για την αγορά των χρεογράφων των Fannie Mae και Freddie Mac, να «γιατρέψει» την ασθενή χρηματοοικονομική κατάσταση και όχι απλά να επουλώσει τα συμπτώματα.

Για την ίαση της ασθένειας, η κυβέρνηση πρέπει να εστιάσει στην επούλωση των τραυμάτων που έχουν προκληθεί στην εμπιστοσύνη στις χρηματοοικονομικές αγορές. Η ασφαλιστική AIG, η Bear Stearns, η Lehman και ενδεχομένως και άλλα ιδρύματα του κλάδου αντιμετωπίζουν πρόβλημα όχι λόγω εγγενών οικονομικών ζητημάτων, αλλά λόγω των πτωτικών τιμών των χρεογράφων με ενυπόθηκη ή άλλη εξασφάλιση, που απαιτεί από τα ιδρύματα αυτά να «ρίξουν» σημαντικά τις τιμές των χρεογράφων τους στις αγοραίες τιμές, ή να εκκινήσουν τις ασφαλιστικές καλύψεις για τα χρεόγραφα αυτά. Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε τον σπειροειδή κατήφορο θανάτου για τις τιμές των χρεογράφων.

Απαιτείται λοιπόν μια έσχατη πηγή ρευστότητας στις αγορές, για τη διόρθωση της κακής κατάστασής τους, που θα επενδύσει απευθείας στα χρεόγραφα των πανικόβλητων χρηματοοικονομικών αγορών, και έτσι θα σταθεροποιηθούν οι τιμές και θα ανασχεθεί ο κατήφορος των τιμών που οδηγεί στην κατάρρευση των αγορών. Αυτή η μορφή συγκεκριμένου στόχου επένδυσης στην αγορά θα μπορούσε να γίνει με ελάχιστο κόστος, ασφαλώς πολύ μικρότερο από ό,τι αυτό της Fed.

Όποια και να είναι η μορφή της εταιρικής οντότητας που σκέφτεται το υπουργείο Οικονομικών για να αγοράσει τα χρεόγραφα με ενυπόθηκη εξασφάλιση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, το γεγονός ότι θα τα αγοράσει απευθείας δημιουργεί ένα σημαντικό προηγούμενο για τη δημιουργία ενός παρόχου ρευστότητας στην αγορά, που θα μπορεί να ενεργεί προνοητικά, και όχι απλώς αντιδραστικά, αφού έχει γίνει το κακό.

Με τη δραστηριοποίηση στα πρώτα στάδια πανικού σε μια αγορά, ο πάροχος ρευστότητας έχει τη δυνατότητα να επενδύσει επικερδώς σε χρεόγραφα με μεγάλη έκπτωση συγκριτικά με τις αγοραίες τιμές και παράλληλα να θέσει το «όριο» της πτώσης της αγοράς. Εάν υπήρχε πάροχος ρευστότητας όταν ξεκίνησε η κρίση subprime, η επακόλουθη κατάρρευση των πιστωτικών αγορών θα είχε σχεδόν απόλυτα περιοριστεί σε εύρος και ισχύ κρούσης, και αυτή τη στιγμή δεν θα είχαμε την ανάγκη να προσπαθούμε αν σώσουμε την AIG και τα υπόλοιπα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Ντάγκλας Έλμεντορφ, επιστημονικός συνεργάτης του Brookings Institute, Ουάσιγκτον

Το νέο σχέδιο του υπουργείου Οικονομικών για τη σταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού συστήματος έχει ήδη προκαλέσει έντονη αντίδραση-εντύπωση τόσο στις αγορές όσο και στη συνείδηση του κόσμου. Ακόμη όμως δεν έχουν αποκαλυφθεί λεπτομερή στοιχεία του και το πώς ακριβώς θα λειτουργήσει.

Ο φορέας Resolution Trust Corporation, που συστάθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μας παρέχει λίγη καθοδήγηση για το πώς να προχωρήσουμε. Η εταιρεία αυτή είχε στόχο να πωλεί ενεργητικά τα οποία είχε αποκτήσει το κράτος μέσω της ενεργοποίησης της ασφάλισης καταθέσεων και δανείων. Αλλά τώρα ο στόχος είναι η αγορά των ενεργητικών. Η πρόκληση θα είναι η επιλογή των καλύτερων μέσων για να γίνει αυτό. Τι θα πρέπει, δηλαδή, να αγοράσει το κράτος, σε ποιες ποσότητες και σε ποιες τιμές.

Το υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει να αγοράσει χρεόγραφα που συνδέονται με τα ενυπόθηκα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, τα οποία κατά βάση βρίσκονται στην καρδιά της κρίσης. Αλλά αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει και πολλά μειονεκτήματα.

Το πρώτο είναι ότι τα χρεόγραφα με ενυπόθηκη εξασφάλιση, καθώς και τα παράγωγά τους, δεν είναι όλα ίδια. Οι αντίστροφες δημοπρασίες εντός ευρέων κατηγοριών χρεογράφων θα ήταν αρκετά επικίνδυνες, επειδή οι τωρινοί κάτοχοί τους θα προσπαθήσουν να ξεφορτωθούν τα ποιοτικώς χαμηλότερα χρεόγραφα. Επίσης, το να βασιστούμε στην κρίση των ιδιωτικών επενδυτικών εταιρειών για την επιλογή τιμών και ποσοτήτων εμπεριέχει το ενδεχόμενο της αναποτελεσματικότητας, της μεροληψίας και της κατάχρησης.

Δεύτερο, το να αγοράζεις προβληματικά χρεόγραφα παρέχει τη μέγιστη βοήθεια στις εταιρείες που έκαναν τις χειρότερες επενδύσεις. Οι τράπεζες που απείχαν από αυτού του είδους τις επενδύσεις, ή που τουλάχιστον φρόντισαν να μειώσουν τις ζημίες τους νωρίς, θα λάβουν τη μεγαλύτερη «επιβράβευση». Αυτό δεν είναι μόνο άδικο, αλλά μειώνει και την κεκτημένη ταχύτητα για την εξυγίανση του χρηματοοικονομικού κλάδου για να δοθεί μικρότερος ρόλος στους οίκους και τις επιχειρήσεις που έχουν καταρρεύσει.

Τρίτο, οι φορολογούμενοι θα αναλάβουν σημαντικό κίνδυνο αλλά με περιορισμένο ενδεχόμενο όφελος - σε αντίθεση με τη διάσωση των Fannie Mae, Freddie Mac και AIG, στις οποίες μεγάλα μερίδια συμμετοχής ήταν στην κατοχή φορολογούμενων.

Μια εναλλακτική προσέγγιση θα είναι να γίνουν μετοχικές επενδύσεις σε ένα ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων. Εάν το κράτος έκανε σε κάθε τράπεζα μια επένδυση αντίστοιχη με την αγοραία αξία της σε ανταπόδοση ενός ανάλογου μετοχικού μεριδίου, τα προβλήματα που παρουσιάζονται παραπάνω θα αποφεύγονταν. Και επειδή το κράτος θα ήταν μέτοχος μειοψηφίας, δεν θα εμπλεκόταν άμεσα στη διοίκηση αυτών των τραπεζών. Και αυτή η προσέγγιση όμως έχει τα δικά της προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, αλλά ωστόσο αποτελεί την πλέον ελπιδοφόρα λύση.

Βίνσεντ Ράινχαρτ, μόνιμος επιστημονικός συνεργάτης του American Enterprise Institute

Οι πολιτικοί ηγέτες αναγνωρίζουν ότι απαιτείται περισσότερος αυτοσχεδιασμός για να αντιμετωπιστεί η κατάρρευση της αγοράς κατοικίας και η επακόλουθη κρίση στις χρηματοοικονομικές αγορές. Πριν όμως στραφούν στις λεπτομέρειες του νομοσχεδίου, θα ήταν καλύτερα να καθορίσουν τι ακριβώς προσπαθούν να επιτύχουν.

Η βοήθεια προς τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν πρόβλημα είναι μικρή υπόθεση, «ψιλικατζίδικο», που απαιτεί τη λήψη αποφάσεων στη βάση δάνειο-ανά-δάνειο. Ομοίως, η διαπραγμάτευση με μεμονωμένες χρηματοοικονομικές εταιρείες για τα ενυπόθηκα δάνεια που τηρούν απαιτεί χρόνο και υποδομή. Τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις βάζουν την κυβέρνηση σε μειονεκτική θέση επειδή η άλλη πλευρά διαθέτει πολύ περισσότερες πληροφορίες για το κάθε ενεργητικό.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι πολιτικοί θα έχουν πρόβλημα να καθορίσουν τα όρια της βοήθειας που θα παρέχουν. Αυτή τη στιγμή, ένα στα 15 νοικοκυριά έχουν ληξιπρόθεσμες δανειακές οφειλές, και πάρα πολλά ακόμη έχουν αντιμετωπίσει κατάρρευση των οικονομικών τους. Προβλήματα επίσης αντιμετωπίζει και ο οικοδομικός κλάδος. Και είναι δεκάδες τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν γράψει στα βιβλία τους ανεξόφλητα δάνεια.

Η δυσάρεστη αυτή πραγματικότητα είναι ότι ο χρόνος είναι λίγος, οι πόροι πιεσμένοι και πολλές από τις επείγουσες ανάγκες της χώρας δεν εξυπηρετούνται. Επειδή τα κρατικά κονδύλια δεν είναι ανεξάντλητα, η νομοθεσία θα πρέπει να εστιάσει στα άμεσα και σημαντικότερα προβλήματα των χρηματοοικονομικών αγορών.

Η παροχή βοήθειας σε μεγάλες χρηματοοικονομικές εταιρείες είναι δυσάρεστη, ιδιαίτερα όταν θυμάται κανείς τις υπερβολές τους και την εποχή που οι διευθυντές τους θεωρούνταν «κυρίαρχοι του σύμπαντος». Αλλά αυτές οι εταιρείες κρατούν όμηρο την ευρύτερη οικονομία. Όσο δεν είναι πρόθυμες να στηρίξουν τη λειτουργία της αγοράς και να δίνουν νέα δάνεια, οι δαπάνες θα βουλιάζουν και οι τιμές των ενεργητικών θα διολισθαίνουν.

Το Κογκρέσο θα πρέπει να εξουσιοδοτήσει το υπουργείο Οικονομικών να προβεί στην αγορά των προβληματικών χρεογράφων με ενυπόθηκη εξασφάλιση στη δευτερεύουσα αγορά και τα στεγαστικά δάνεια μέσω πλειστηριασμών. Για τα ενεργητικά για τα οποία δεν διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, το υπουργείο Οικονομικών θα μπορούσε να απαιτήσει μετοχικό μερίδιο επίσης και στην πωλήτρια επιχείρηση. Όπως έχει γίνει από τότε που ξεκίνησε να λειτουργεί, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed), θα μπορούσε να ενεργήσει ως οικονομικός πράκτορας, κάνοντας ορισμένες από τις αγορές απευθείας και να επιβλέπει τους εξωτερικούς διαχειριστές στις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται μεγαλύτερη εξειδίκευση.

Οι προεδρικές εκλογές πλησιάζουν και τα όρια για δράση στενεύουν, παρέχοντας τον λόγο για να είναι το προσχέδιο του νόμου απλό. Τα ενεργητικά που αποκτήθηκαν τη φετινή χρονιά δεν θα πουληθούν ασφαλώς πριν αναλάβει η νέα κυβέρνηση και το Κογκρέσο. Έτσι, δεν είναι απαραίτητο ή αρμόζων να ληφθούν άμεσα οι αποφάσεις για το τι θα γίνει με αυτά τα ενεργητικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: