4 Σεπτεμβρίου 2008

ΜΗΠΩΣ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΤΕΣ;

του Μάριου Μιχαηλίδη



Τις μέρες αυτές, εκτός από τη φοροεπιδρομή και τις εταιρείες του Βουλγαράκη, στις κουβέντες σχεδόν κάθε ελληνικής οικογένειας εξέχουσα θέση κατέχουν οι εισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια. Το δικό μας παιδί ή το ανιψάκι ή του φίλου, μετά από μια ακριβοπληρωμένη εξόντωση της εφηβείας του, κάπου πέρασε ή δεν πέρασε. Κεράσματα ή λόγια παρηγοριάς αλλά και άγχος για το πού θα βρεθούν τα λεφτά της πανεπιστημιακής σπουδής ή του ιδιωτικού «ό,τι νάναι»! Μετά από μερικά χρόνια «φοιτητικής ζωής» και όνειρα για αφιέρωση στην επιστήμη, υπερπόντιες καριέρες ή «πιάσιμο της καλής», θα υποδεχτεί τους περισσότερους φετινούς επιτυχόντες η ανεργία ή ο μισθός – φιλοδώρημα, η δουλειά πρωί – βράδυ, το μαύρο κενό κάθε εργασιακού δικαιώματος. Αυτό που θα μείνει θα είναι το κορνιζωμένο πτυχίο και η περηφάνια του λαϊκού πατέρα, που στο καφενείο θα καμαρώνει που σπούδασε τα παιδιά του!

Ταυτόχρονα, ελάχιστα συζητιέται το ότι δεν έχουμε ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, τεχνίτες κάθε ειδίκευσης, ούτε επαρκείς ως προς τον αριθμό ούτε ως προς την κατάρτιση. Η τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση είναι βαριά υποβαθμισμένη σε όλους τους τομείς σε σχέση με τη γενική. Σε αυτήν καταλήγουν κατά κανόνα οι πιο αδύνατοι – μαθησιακά – μαθητές και μαθήτριες, με το στίγμα του αποτυχημένου. Κανείς δεν υπερηφανεύεται για το παιδί του που μαθαίνει μηχανοτεχνίτης, απλά συμπληρώνει την πληροφορία αυτή με την επισήμανση ότι «θα του ανοίξει δικό του μαγαζί», για να το αποκαταστήσει κοινωνικά, να του δώσει κύρος, να μην «καταντήσει εργάτης». Προς το παρόν, η κοινωνία βολεύεται με τους ξένους, έτοιμους τεχνίτες, των οποίων, όμως, τα παιδιά, μπαίνουν βαθμιαία στον ίδιο δρόμο της «Πανεπιστημιομανίας». Απομένουν όσοι έμαθαν την τέχνη μαθητεύοντας σε μάστορα, κάτι ιδιαίτερα αντιπαραγωγικό στις μέρες μας, στις οποίες αναπτύσσεται ραγδαία η τεχνογνωσία και απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις, που αποκτούνται μόνο συστηματικά, με καλά σχεδιασμένο συνδυασμό θεωρητικής και εμπειρικής δουλειάς.

Αυτό το πρόβλημα έχει βαθιές ρίζες, οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές. Το ειδικό βάρος της υλικής παραγωγής στην Ελλάδα (σε σχέση με τις υπηρεσίες) και το επίπεδο ανάπτυξής της δεν προώθησε τη δημιουργία του κατώτερου και μεσαίου στρώματος ειδικευμένων τεχνιτών, απαραίτητων για βιομηχανία μεγάλης έκτασης και υψηλής τεχνογνωσίας. Η παρασιτική διόγκωση συγκεκριμένων τομέων του δημοσίου, που λειτούργησε ως ο κύριος ρουσφετολογικός μηχανισμός των κομμάτων εξουσίας στην προ ιδιωτικοποιήσεων εποχή, προώθησε την πρακτική και «ιδεολογία» του πτυχίου (οποιουδήποτε πτυχίου), προκειμένου «ο δικός μας» να βολέψει το παιδί σε μια μόνιμη «καρέκλα». Ταυτόχρονα, ο λαϊκός άνθρωπος, ζώντας σε μια χώρα μεγάλης παράδοσης «στα γράμματα» αλλά και στους αγώνες ενάντια στους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση, έμαθε να κόβει και τη μπουκιά του προκειμένου να σπουδάσει το παιδί του. Η Αριστερά αγωνίστηκε με πάθος για αυτή τη δυνατότητα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Από την αντίπερα όχθη, τα αστικά κόμματα τσίμπησαν την ευκαιρία και πήγαν με το ρεύμα: πήραν κοινοτικά κονδύλια και γέμισαν την ελληνική επικράτεια με Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, τα οποία άφησαν να λειτουργούν όπως- όπως. Πολλά από αυτά, με τα περιεχόμενα και τις διαδικασίες σπουδών τους μοιάζουν περισσότερο με μεταλυκειακά κέντρα, χωρίς σύγχρονη ακαδημαϊκή μάθηση με βιβλιοθήκες και εργασίες, με εργαστήρια και εμπλοκή των φοιτητών τους στην έρευνα (η οποία είναι σκιώδης). Αρκετά από τα ακαδημαϊκά τους αντικείμενα αποτελούν συρραφή ερετόκλητων γνωστικών τομέων, καλυμμένων από τον μανδύα της «διεπιστημονικότητας», χωρίς καν τη δυνατότητα να δώσουν σαφή επαγγελματικό προσανατολισμό και αντίστοιχα δικαιώματα. Παράγουν, απλά, τη γενιά των περιπλανώμενων και με 700 Ευρώ (και αν) αμειβόμενων.

Όλη αυτή η «μεγάλη πορεία» έχει και άλλες οικονομικές λειτουργίες: για να μπουν τα παιδιά στις σχολές, απαιτείται η θυσία (εκτός από την εφηβεία τους, που είναι το μεγαλύτερο έγκλημα) δυσθεώρητων για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς χρηματικών ποσών, για τα κάθε είδους φροντιστήρια που θα «κονσερβοποιήσουν» τη «γνώση» για τις εισαγωγικές. Έχει αναλογιστεί κανείς αυτή την «προσφορά» των εισαγωγικών στην «εθνική» οικονομία; Το πόσοι πτυχιούχοι πόσων σχολών βρίσκουν (κακοπληρωμένη) δουλειά στα φροντιστήρια; Το πόσοι διορισμένοι καθηγητές συμπληρώνουν με τα «ιδιαίτερα» τον πενιχρό μισθό; Τι θα έκαναν οι αστοί πολιτικοί με τις στρατιές των μαθηματικών, των φυσικών και φιλολόγων χωρίς την (λαμπρή) προοπτική της παραπαιδείας; Πώς θα αντιμετώπιζαν τους εξοργισμένους καθηγητές της δημόσιας εκπαίδευσης, αν δεν επιδείκνυαν (συνειδητή) ανοχή για τα «ιδιαίτερα»; Πέρα από αυτά: στη επαρχία, κατάφεραν με την ίδρυση τμημάτων ΑΕΙ ή ΤΕΙ (σε καθεστώς αντιεπιστημονικής διασποράς) να τονώσουν τη ζήτηση των ενοικίων και την κατανάλωση του φραπέ. Τι θα έκαναν τόσοι κάτοικοι και μικροεπιχειρηματίες της επαρχίας, αν δεν περίμεναν τους φοιτητές το φθινόπωρο, για να βγάλουν κανένα φράγκο;

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο άντε να σκεφτείς για τις αναγκαίες αναλογίες της χώρας σε επιστημονικό και εργατοτεχνικό προσωπικό! Πολύς κόσμος σκέφτεται για αυτά μόνο όταν καλέσει τον (σπανίζοντα) υδραυλικό και του δώσει «τα μαλλιά της κεφαλής του» για μια βλάβη στο σπίτι. Και το δικό του το παιδί, όμως, να το σπουδάσει θέλει! Τι, θα το αφήσει να γίνει εργάτης; Στην Ελλάδα του σήμερα, στην Ελλάδα της κορύφωσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δυστυχώς η ταυτότητα «εργάτης» έχει ταπεινωτική χροιά.

Συμπερασματικά, η δομή της οικονομίας, η αστική πολιτική και ο έντονος μικροαστισμός (ακόμη κυρίαρχη ιδεολογία των εργατικών – λαϊκών στρωμάτων) αναπαράγουν ένα τεράστιο πρόβλημα σε βάρος του λαού. Η απάντηση αρκετών αριστερών συνδικαλιστικών και πολιτικών δυνάμεων είναι εκείνη της «ελεύθερης εισαγωγής στα Πανεπιστήμια», που συνεπάγεται αποσύνδεση του Λυκείου από τις εισαγωγικές, ντε φάκτο μαράζωμα έως κατάργηση των φροντιστηρίων, λύτρωση κάθε γενιάς στα πιο τρυφερά της χρόνια από τη αφάνταστη ψυχική ταλαιπωρία. Ταυτόχρονα, αυτό ανταποκρίνεται και στις απαιτήσεις των σημερινών εξελίξεων για διάδοση της επιστημονικής γνώσης όσο πιο πλατειά γίνεται μέσα στην κοινωνία.

Πολύ σωστά, μέχρις εδώ, αλλά τα Πανεπιστημιακά κτίρια κάποιοι πρέπει να τα χτίσουν. Τις ηλεκτρικές και υδραυλικές τους εγκαταστάσεις κάποιοι πρέπει να τις τοποθετήσουν και να τις συντηρούν. Τα επιστημονικά όργανα κάποιοι πρέπει να τα παράγουν. Τα αποτελέσματα των πρωτοπόρων ερευνών κάποιοι πρέπει να τα μετατρέπουν σε υλικά αντικείμενα χρησιμοποιώντας τόρνους, γερανούς και πιο πολύπλοκα, αυτόματα μηχανήματα, που και αυτά πρέπει κάποιοι άλλοι να τα κατασκευάσουν. Όλον αυτό τον κόσμο, από το πρωί που θα ξυπνήσει, κάποιοι πρέπει να τον μεταφέρουν στους τόπους δουλειάς ή μάθησης, μια και είμαστε (και πολύ σωστά) υπέρ των μαζικών μέσων μεταφοράς. Ποιοι θα είναι αυτοί; Απόφοιτοι κάθε Πανεπιστημιακής σχολής, που εκτός από την επιστημονική τους δουλειά θα ασχολούνται και για λίγο με τις παραπάνω εργασίες; Ή εξειδικευμένοι χειριστές και τεχνίτες, με καλή θεωρητική μόρφωση και πρακτική κατάρτιση, που, ταυτόχρονα, θα έχουν και ένα καλό γενικό μορφωτικό υπόβαθρο;

Από τις δυο παραπάνω λύσεις, η πρώτη είναι εκείνη που ανίχνευσε ο κλασσικός του Μαρξισμού Ένγκελς. Μόνο που αυτός την ενέταξε στην κομμουνιστική κοινωνία, της ύψιστης παραγωγικότητας της εργασίας και της κατάργησης της ανταγωνιστικής αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής δουλειάς. Η δεύτερη μάς αφορά τώρα, στο παρόν επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Μόνο που απαιτεί δυο όρους:

Ο πρώτος είναι οι ριζικός μετασχηματισμός της Εκπαίδευσης, με «σπονδυλική στήλη» ένα ριζικά διαφορετικό σχολείο, το ενιαίο 12χρονο με «πολυτεχνικό χαρακτήρα». Η συνέχειά του θα είναι ή τεχνικές – επαγγελματικές σχολές σοβαρής θεωρητικής και πρακτικής κατάρτισης ή Πανεπιστήμια για θεμελιακή και εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα προγράμματα και τις διαδικασίες σπουδών και έρευνας. Όλα δημόσια ως προς τον έλεγχο, τη χρηματοδότηση και τον προσανατολισμό τους.

Ο δεύτερος όρος, ο οποίος είναι πρώτος σε σημασία, αφορά στον έλεγχο της οικονομίας: αυτός δεν μπορεί να μείνει στις δυνάμεις της αγοράς, με κριτήριο τη μεγιστοποίηση του κέρδους των λίγων κεφαλαιούχων σε βάρος όλης της υπόλοιπης κοινωνίας. Απαιτείται, λοιπόν, να αναλάβει ο λαός με τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις και τους μαζικούς του φορείς τον έλεγχο των βασικών και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και υπηρεσιών, με στόχο τον κεντρικό σχεδιασμό και διεύθυνση της οικονομίας για το δικό του όφελος και την προστασία της φύσης. Έτσι θα μπορεί να προγραμματίζει με τη μεγαλύτερη δυνατή «απλοχεριά» το πόσους και ποιας ειδίκευσης επιστήμονες και τεχνίτες θα «παράγει» και θα κατευθύνει προς την παραγωγική και γενικότερη κοινωνική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα, θα μπορέσει να κάνει μέσω των προοδευτικών αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις αλλά και όλων των ιδεολογικών καναλιών (σχολείο, ΜΜΕ κλπ.) μια σοβαρή προσπάθεια αναβάθμισης της υλικής και ιδεολογικής θέσης της ανθρώπινης εργασίας, άρα και του εργάτη. Αν και όπου παρουσιάζονται ανισορροπίες, τότε θα μπορούν να καθιερωθούν και διαδικασίες επιλογής, για την κατανομή ανάμεσα στα διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αν αυτά ακούγονται ως μελλοντολογία, ας τονίσουμε ότι είναι υπερώριμες λύσεις. Γι΄ αυτό πρέπει η κοινωνική και εκπαιδευτική Αριστερά να τις θέσει με θάρρος σε μαζική συζήτηση

Δεν υπάρχουν σχόλια: